Στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Νοέμβριο του 2007 ανήλθε ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Αύγουστο του 2019 (108,4 μονάδες), υψηλότερα από τον αντίστοιχο δείκτη στην Ευρωζώνη (103,1), ενώ η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει εκτοξευθεί σε επίπεδα 2000 όταν η χώρα μπήκε στην Ευρωζώνη.
Τα στοιχεία αυτά επισημαίνονται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ, όπου τονίζεται ακόμη ότι: «Με την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος αλλά και με μεγαλύτερη εστίαση σε μεταποιητικές δραστηριότητες, οι αγορές προσδοκούν ότι η οικονομία θα αναπτύξει υψηλές ταχύτητες και θα ξεφύγει από τη στασιμότητα του 1,5% με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ άνω του 3% από το 2020 και μετά».
Ο ΣΕΒ επισημαίνει ακόμη, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Μετά από μια μακρά περίοδο όπου η προσαρμογή βασίστηκε στην υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και της εργασίας, κυρίως λόγω της πλημμελούς υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και της άγονης προσπάθειας να δοθεί ώθηση στην οικονομία μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση επιχειρεί να οδηγήσει την οικονομία σε μια βιώσιμη ανάκαμψη. Δίνεται πλέον έμφαση στις φοροελαφρύνσεις και στην αναμόρφωση του πλαισίου επιχειρηματικής λειτουργίας, ώστε να αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και η παραγωγικότητα στην οικονομία. Απομένει όμως να αξιολογηθούν τεχνικά τα αναμενόμενα πολύ-νομοσχέδια που υλοποιούν τις εξαγγελίες αυτές. Καταλυτικός ήταν ο παράγοντας της αξιοπιστίας που από την πρώτη στιγμή κέρδισε η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, καθώς φάνηκε να ενδιαφέρεται να εφαρμόσει σχέδιο και υποδομές αποτελεσματικής διακυβέρνησης, όπως αναγνωρίσθηκε και στις αγορές με τη ραγδαία πτώση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.
Οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ για αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, μέσω μείωσης της υπερφορολόγησης και στοχευμένων διαρθρωτικών αλλαγών, συμπίπτουν χρονικά με μια επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, όπως αποτυπώνεται στα πρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ του α'' εξαμήνου του 2019, που είναι αποκαλυπτικά και των διαρθρωτικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, στο α'' εξάμηνο του έτους, η ιδιωτική κατανάλωση εμφανίζει στασιμότητα (-0,1%), ενώ παρατηρείται μια μεγάλη αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 5,3% το β'' τρίμηνο του 2019, που σχετίζεται με την προεκλογική περίοδο. Σημειώνεται ότι η δημόσια κατανάλωση στο α'' εξάμηνο του 2019 συμβάλλει στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 0,4 π.μ., και χωρίς την οποία η αύξηση του ΑΕΠ θα ήταν κοντά στο 1%.
Πέραν των εξελίξεων στην καταναλωτική δαπάνη, προβληματίζει, επίσης, και η επενδυτική άπνοια που παρατηρείται στο α'' εξάμηνο του 2019. Οι επενδύσεις (περιλαμβανόμενης της μεταβολής των αποθεμάτων) αυξήθηκαν κατά 7,6%, ενώ οι επενδύσεις σε πάγια μόλις κατά 0,7%. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν όλη η αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται στην αύξηση των αποθεμάτων, δεδομένης της μηδενικής συμβολής της ιδιωτικής κατανάλωσης και της αρνητικής συμβολής των καθαρών εξαγωγών.
Η μείωση της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών από το 28% στο 24% και της φορολογίας μερισμάτων από 10% σε 5%, που θα προκύψουν το 2019, καθώς και η περαιτέρω μείωση του εταιρικού φόρου τα επόμενα χρόνια προς το 20%, είναι μέτρα που θα τονώσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον. Τα μέτρα αυτά σηματοδοτούν ότι η ελληνική οικονομία γίνεται πιο ανταγωνιστική και πιο ελκυστική, και για εγχώριους αλλά και για ξένους επενδυτές.
Το υπό διαμόρφωση καλό επενδυτικό κλίμα ενισχύεται και από την απεμπλοκή των μεγάλων τουριστικών έργων, και των επενδύσεων στο Ελληνικό, στη Μακεδονία της Eldorado Gold, και στον Πειραιά της Cosco, που καθυστερούσαν, ενώ ήδη έχουν ανακοινωθεί επενδύσεις στον κλάδο των φαρμάκων και της έρευνας και τεχνολογίας.
Οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού είναι αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση. Υπάρχουν, όμως, και τομείς όπου η αγορά περιμένει περισσότερα στο μέλλον. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν να εξοφληθούν χωρίς άλλη καθυστέρηση τα χρέη του δημοσίου προς την παραγωγική οικονομία και να επεκταθεί η περικοπή της επιβάρυνσης από τον ΕΝΦΙΑ, πέραν των φυσικών προσώπων, και στα νομικά πρόσωπα. Πρέπει, επίσης, να εξετασθούν τα περιθώρια κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου στον ΕΝΦΙΑ, καθώς λειτουργεί αποτρεπτικά στην ανάπτυξη του κλάδου της διαχείρισης ακινήτων. Ο συμπληρωματικός φόρος στον ΕΝΦΙΑ δεν συνάδει με τις λοιπές ρυθμίσεις για την ανάκαμψη της κτηματαγοράς που ήδη ανακοινώθηκαν, όπως η τριετής αναστολή επιβολής ΦΠΑ νεόδμητων οικοδομών και του φόρου υπεραξίας ακινήτων στις μεταβιβάσεις, και η έκπτωση φόρου 40% για δαπάνες αναβάθμισης κτιρίων.