Η παραγωγή υπερπλεονασμάτων μέσω υπερφορολόγησης για την, εκ των υστέρων, διοχέτευση πόρων στην κατανάλωση, ιδίως σε προεκλογική περίοδο, προκαλεί τον προβληματισμό των αγορών και της επιχειρηματικής κοινότητας, όσον αφορά στην ορθότητα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, τονίζει στο μηνιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία ο ΣΕΒ.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, πέραν των αναταράξεων στις αγορές, με τις τιμές των ομολόγων και των μετοχών να έχουν διαμορφωθεί σε χαμηλά επίπεδα, η κατάσταση αυτή επηρεάζει αρνητικά και την επιχειρηματική εμπιστοσύνη, με τον δείκτη οικονομικού κλίματος να έχει εισέλθει σε καθοδική τροχιά. Αντιθέτως σε ανοδική τροχιά κινείται η καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Όπως επισημαίνεται αν και η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης, η ανάκαμψη δεν επιταχύνεται επαρκώς, με αποτέλεσμα οι διεθνείς οργανισμοί να προβλέπουν μεσοπρόθεσμα σχετικά μέτριους ρυθμούς ανάπτυξης γύρω στο 2%.
Το ακολουθούμενο μίγμα πολιτικής στηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό στη διατήρηση του φορολογικού βάρους της ιδιωτικής οικονομίας σε υψηλά επίπεδα και της μετατόπισης πόρων όχι σε επενδύσεις (καθώς περικόπτεται και ο προϋπολογισμός δημοσίων επενδύσεων), αλλά στην κατανάλωση μέσω κοινωνικών παροχών. Οι παρεμβάσεις αυτές δεν διαθέτουν το αναγκαίο ισχυρό αναπτυξιακό αποτύπωμα. Οι οικονομικά ασθενέστεροι δεν μπορούν να στηρίζονται σε μόνιμη βάση σε κοινωνικά επιδόματα, που χρηματοδοτούνται με την υπερφορολόγηση της εργασίας και της επιχειρηματικότητας. Πρέπει να έχουν αξιοπρεπείς δουλειές και μισθούς. Και αυτό μόνο με επενδύσεις επιτυγχάνεται.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με πρόσφατη αναθεώρηση των εθνικών λογαριασμών, το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2017 κατά +1,5%, αντί +1,4%, κυρίως λόγω αλλαγών στους αποπληθωριστές ιδιωτικής κατανάλωσης. Έτσι, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά +0,9% το 2017, έναντι +0,1% σύμφωνα με προηγούμενες εκτιμήσεις. Με βάση τις αναθεωρήσεις αυτές, η περαιτέρω άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά +0,8% το 2018 και +0,9% το 2019 θα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αφενός λόγω της επίδρασης βάσης, καθώς οι μετρήσεις του 2018 συγκρίνονται πλέον με τα υψηλότερα μεγέθη του 2017, και αφετέρου εξαιτίας της συνέχισης της υπερφορολόγησης.
Ειδικότερα ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι σύμφωνα με την ΕΕ, ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης προβλέπεται να ενισχυθεί ελαφρά μέχρι το 2020 και στη συνέχεια να παραμείνει σταθερός, καθώς ένα μέρος της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος θα διατεθεί για τη βελτίωση του ποσοστού αποταμίευσης των νοικοκυριών, το οποίο παραμένει αρνητικό (-7,2% το 2017). Παράλληλα, ο δυναμισμός των εξαγωγών αναμένεται να διατηρηθεί, αν και η αυξημένη ζήτηση για εισαγωγές, λόγω της ανόδου των επενδύσεων, θα συγκρατήσει τη συμβολή των καθαρών εξαγωγών στο ΑΕΠ σε χαμηλό επίπεδο.
Την τελευταία εβδομάδα, πέραν του προϋπολογισμού του 2019 (που, όπως αναμενόταν, δεν περιλαμβάνει περικοπές συντάξεων), δόθηκε στη δημοσιότητα και η πρώτη μετα-μνημονιακή έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Στην έκθεση αυτή, ο ΣΕΒ υποστηρίζει ότι σκιαγραφείται η χαμηλή πτήση της ελληνικής οικονομίας, ενώ, χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό, επισημαίνονται οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση όλων (16) των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί στη μεταμνημονιακή εποχή, και προσυπογράφεται, εν πολλοίς, το ακολουθούμενο μείγμα πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να διαμορφωθεί σε +2,2% το 2019, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με κύριο μοχλό την αύξηση των επενδύσεων σε πάγια κατά +13,6% και την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά +0,9%.
Η εκτίμηση αυτή είναι αναθεωρημένη προς τα πάνω σε σύγκριση με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της ΕΕ, που ανακοινώθηκαν στις 8/11/2018, καθώς περιλαμβάνει το νέο μείγμα μέτρων του Προϋπολογισμού του 2019 (κυρίως τη μη περικοπή συντάξεων). Αυτό, σύμφωνα με την ΕΕ, θα δώσει βραχυπρόθεσμα ώθηση στον ρυθμό ανάπτυξης κατά 0,2-0,3 π.μ., ο οποίος, όμως, θα επιστρέψει από το 2022 σε επίπεδα κατώτερα του 2018.
Ανάλογες περίπου είναι και οι πιο πρόσφατες προβλέψεις του ΟΟΣΑ, (ρυθμός ανάπτυξης +2,2% το 2019, με άνοδο της ιδιωτικής κατάλωσης κατά +1,2% και των επενδύσεων κατά +8,8%), ενώ οι επίσημες προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης στον Προϋπολογισμό του 2019 κάνουν λόγο για ανάπτυξη +2,5% το 2019, ως αποτέλεσμα της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά +1,1%, των επενδύσεων κατά +11,9%, των εξαγωγών κατά +5,8% και των εισαγωγών κατά +5,2%.
Κατά τα άλλα, το οικονομικό κλίμα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο τον Οκτώβριο του 2018, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να βελτιώνεται αισθητά, την ώρα όμως που οι προσδοκίες των επιχειρήσεων, ιδίως στη βιομηχανία, συνεχίζουν να κινούνται πτωτικά, ακολουθώντας τις τάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ταυτόχρονα, ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών παρουσιάζει αποδυνάμωση, ενώ η σημαντική άνοδος του τουρισμού επηρεάζει θετικά την απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.