Μετά από συμφωνία για ελάφρυνση του χρέους, η χώρα θα μπορεί πλέον να επανέλθει κανονικά στις αγορές, ενδεχομένως στο πλαίσιο κάποιου προληπτικού προγράμματος στήριξης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), εκτιμά ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων. Τονίζει όμως, ότι οι εξελίξεις αυτές καθιστούν επισφαλές το σενάριο εξόδου στις αγορές πριν από την ολοκλήρωση του προγράμματος, καθώς η επενδυτική κοινότητα στερείται της απαραίτητης πληροφόρησης όσον αφορά στη βιωσιμότητα του χρέους ενώ προσθέτει πως τυχόν έξοδος στις αγορές, νωρίτερα από ό,τι προβλέπεται, προϋποθέτει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει ενστερνισθεί την ανάγκη διατήρησης, και επιδιώκει ενεργά την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, σε μεσοπρόθεσμη βάση.
Σύμφωνα με το ΣΕΒ ωστόσο, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους δεν πρόκειται να προσδιορισθούν με περισσότερη σαφήνεια, στην παρούσα συγκυρία, ενώ υπενθυμίζει ότι η απόφαση του Eurogroup του Μαΐου 2016 προβλέπει πως τα μέτρα θα αποσαφηνισθούν με την ολοκλήρωση του Γ'' Μνημονίου στα μέσα του 2018.
Γενικότερα, ο Σύνδεσμος σημειώνει ότι η πλεονασματική δημοσιονομική διαχείριση αναδεικνύεται ως μια από τις οικονομικές πολιτικές που θα προδιαγράψουν εν πολλοίς τις εξελίξεις τις επόμενες δεκαετίες. Σε όλα τα σενάρια που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα καθορίζεται σε 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2021-2022 και, τουλάχιστον, 1,5 π.μ. του ΑΕΠ από το 2022 και μετά, αναλόγως των υποθέσεων για την ελάφρυνση του χρέους που θα συμφωνείται. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να διασφαλισθεί μέσω μεταρρυθμίσεων η εύρυθμη λειτουργία του κράτους και της οικονομίας, κάτω από τον περιορισμό της παραγωγής σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων, ώστε να μην εμποδίζεται η άσκηση ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας μέσω υπερφορολόγησης.
Με δεδομένη την άσκηση περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής οιονεί σε μόνιμη βάση, η ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας, μέσω προσέλκυσης επενδύσεων σε ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ, τονίζει ο ΣΕΒ και αναφέρει ότι στο πλαίσιο αυτό απαιτούνται δύο συμπληρωματικές μεταξύ τους δράσεις:
-Πρώτον, η εκπόνηση ενός προγράμματος μεγάλων έργων υποδομών προς αναζήτηση επενδυτών και ιδιωτικής χρηματοδότησης, και
- Δεύτερον, η καλύτερη συστοίχιση της δημόσιας διοίκησης με την ιδιωτική οικονομία, διευκολύνοντας αδειοδοτικά και χωροταξικά τις ιδιωτικές επενδύσεις, αίροντας γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια, μειώνοντας το μη μισθολογικό, το ενεργειακό και το χρηματοδοτικό κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, κ.ο.κ.
Σύμφωνα με το Σύνδεσμο, δεν υπάρχουν άλλοι εναλλακτικοί μοχλοί ουσιαστικής διαφοροποίησης στην κατάσταση που φαίνεται να εδραιώνεται στη χώρα μας. Τα περισσότερα σενάρια για την βιωσιμότητα του χρέους υποθέτουν σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αποτυπώνοντας στην ουσία την εκτίμηση για μη ανταγωνιστική λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Για να ξεφύγουμε από την στασιμότητα, χρειάζονται περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις και εξαγωγές, το ανθρώπινο δυναμικό αιχμής να μην εγκαταλείπει τη χώρα επειδή δεν υπάρχουν ευκαιρίες, το κράτος να γίνει αποτελεσματικό και παραγωγικό, να σχεδιασθούν δράσεις για την ανάπτυξη των κλάδων της ελληνικής οικονομίας με δυνητικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, να διευκολυνθεί η μετάβαση της παραγωγικής βάσης της χώρας στην 4η βιομηχανική επανάσταση, να επιταχυνθεί το φιλόδοξο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, κ.ο.κ.
Μόνο έτσι, συνεχίζει το δελτίο του ΣΕΒ, μπορεί η χώρα να επανέλθει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που μπορούν να αλλάξουν καθοριστικά τη δυναμική επίτευξης της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους. Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες να παρουσιάσουμε το δικό μας σχέδιο μεταρρυθμίσεων και κυρίως να το εφαρμόσουμε γρήγορα και αποτελεσματικά. Μόνο αν δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον δυναμικής ανάπτυξης της οικονομίας θα βγούμε από τον φαύλο κύκλο της οικονομικής εποπτείας προσφέροντας ταυτόχρονα τα απαραίτητα κίνητρα στους εταίρους μας ώστε να ανταποκριθούν θετικά και στην αναγκαία μείωση χρέους.
Τέλος, ο ΣΕΒ υπογραμμίζει ότι είναι διαίτερα ανησυχητική είναι η πολιτική προσλήψεων στο δημόσιο τομέα. Οι επίσημοι κανόνες προσλήψεων ως προς τις αποχωρήσεις προσαρμόζονται, καθώς προστίθενται προσλήψεις προηγούμενων ετών που δεν υλοποιήθηκαν. Επίσης, ενώ οι καθαρές προσλήψεις είναι αρνητικές και αυξανόμενες μέχρι το 2019, η τάση ανατρέπεται από το 2020 και μετά, με τις καθαρές προσλήψεις να γίνονται θετικές και αυξανόμενες, καθώς λήγει ο περιορισμός του κανόνα προσλήψεων προς τις αποχωρήσεις με την ολοκλήρωση του προγράμματος το 2018. Η αναστροφή αυτή της τάσης των καθαρών προσλήψεων αποτυπώνει την απουσία μεταρρυθμίσεων στη διοικητική μηχανή ώστε ο δημόσιος τομέας να μπορεί να παράγει μεγαλύτερο όγκο δημόσιων αγαθών με χαμηλότερο κόστος προσωπικού. Η κατάσταση αυτή εγκυμονεί κινδύνους για το μέλλον. Υπενθυμίζεται ότι οι υπερβολικά υψηλές προσλήψεις της δεκαετίας του 2000 ήταν η κύρια αιτία δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας, και της τεράστιας οικονομικής προσαρμογής που απαιτήθηκε για να βγει η χώρα από την κρίση. Αποτελεί δε, καταλήγει ο Σύνδεσμος, ευθεία προσβολή στις θυσίες των χιλιάδων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας που έχασαν τις δουλειές τους στη διάρκεια της κρίσης.