Σκεφτείτε μία κατάσταση κατά την οποία η ανάπτυξη θα αποδυναμώνεται, νέες θέσεις εργασίας θα σταματήσουν να δημιουργούνται, αλλά οι τιμές θα παραμένουν στα ύψη, επιφέροντας πλήγμα στα εισοδήματα των νοικοκυριών. Είναι ένας φαύλος κύκλος που αν πυροδοτηθεί, έχει τη δυναμική να εγκλωβίσει την οικονομία για χρόνια. Είναι το «φάντασμα» του στασιμοπληθωρισμού που φοβούνται σήμερα οι κεντρικές τράπεζες, διότι γνωρίζουν πως αν κληθούν να το αντιμετωπίσουν υπό τις παρούσες συνθήκες, δύσκολα θα βρουν αποτελεσματικά εργαλεία για να δώσουν άμεσα λύση.
Η όλη συζήτηση ξεκινά από τα στοιχεία για το δείκτη τιμών καταναλωτή στις ΗΠΑ που δείχνουν ότι ο πληθωρισμός παρέμεινε και τον Ιούλιο στο 5,4%, που είναι το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί τα τελευταία 20 χρόνια. Αναλυτές και στελέχη της αμερικανικής – και όχι μόνο – αγοράς καλούν τη Fed να αναλάβει δράση.
Προειδοποιούν ότι στην περίπτωση που μέσα στους επόμενους μήνες και στις αρχές του 2022, ο πληθωρισμός εκπλήξει προς τα πάνω ή απλώς διατηρηθεί κοντά στα υψηλά υφιστάμενα επίπεδα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οι προσδοκίες των καταναλωτών για ακόμη υψηλότερες τιμές να παγιωθούν και μετά θα είναι πολύ δύσκολο να αντιστραφεί το κλίμα.
Στην Ευρώπη, ο πληθωρισμός σε Γερμανία και Ελλάδα επιτρέπει τα πρώτα ουσιαστικά συμπεράσματα, αν και οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να περιμένουμε έως τους πρώτους μήνες του 2022 για να έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για το κατά πόσο η άνοδος του πληθωρισμού είναι παρωδική ή όχι. Οι τιμές αυξήθηκαν κατά 3,8% στη Γερμανία τον Ιούλιο που είναι το υψηλότερο επίπεδο από το 2008.
Στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε τον ίδιο μήνα στο 1,4%. Και στις δύο περιπτώσεις πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η άνοδος των τιμών στις μεταφορές και στη στέγαση, κυρίως λόγω των αυξήσεων στα καύσιμα, στην ενέργεια και στα εισιτήρια των αεροπλάνων. Στις μεταφορές η αύξηση ήταν 5,8% και στη στέγαση 4,2% λόγω των αυξήσεων σε φυσικό αέριο, ηλεκτρισμό και πετρέλαιο θέρμανσης΄.
Εξετάζοντας την εξέλιξη των τιμών ανά κλάδο στην ελληνική και στη γερμανική οικονομία, παρατηρούμε ότι στην πλειονότητά τους τα στοιχεία των οποίων οι τιμές είτε κινούνται έντονα ανοδικά, είτε έχουν επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα, είναι αγαθά και όχι υπηρεσίες. Θα πρέπει ωστόσο να είμαστε πολλοί προσεχτικοί όταν εξετάζουμε τα στοιχεία για τον πληθωρισμό γιατί συγκρίνουμε τις τιμές με τις πρωτοφανείς συνθήκες του 2020, ένα έτος κατά τη διάρκεια του οποίου τίποτα δεν ήταν φυσιολογικό σε ό,τι αφορά την οικονομική δραστηριότητα.
Γι’ αυτό το λόγο αναλυτές εκτιμούν ότι οι τιμές θα συνεχίσουν ανοδικά μέσα στο έτος και άρα θα πρέπει να αναμένουμε περαιτέρω ανατιμήσεις. Ο πληθωρισμός θα επιβραδύνει το 2022 και θα υποχωρήσει κάτω από το 2% που είναι ο στόχος της ΕΚΤ, κυρίως μετά το πρώτο τρίμηνο όταν οι τιμές θα συγκρίνονται με τους αντίστοιχους μήνες του 2021 που εμφάνισαν αυξημένη δραστηριότητα. Παρ’ όλα αυτά, ο κίνδυνος μιας παρατεταμένης περιόδου υψηλού πληθωρισμού υφίσταται, ενώ Fed και ΕΚΤ έχουν δηλώσει ότι είναι έτοιμες να ανεχτούν τον πληθωρισμό πάνω από το 2% για εύλογο χρονικό διάστημα, μέχρι να πάρει τα πάνω της η οικονομία.
Και μπορεί στην Ελλάδα το 1,4% να μην πονοκεφαλιάζει το υπουργείο Οικονομικών, όμως το 5,4% για δεύτερο μήνα στις ΗΠΑ και το 3,8% στη Γερμανία, προκαλούν ανησυχία σε Ουάσιγκτον και Βερολίνο.
Τι μπορούν να κάνουν στη συγκεκριμένη συγκυρία ΕΚΤ και Fed; Τίποτα ιδιαίτερο, τουλάχιστον άμεσα. Διότι η μία επιλογή που έχουν είναι να σπεύσουν να αυξήσουν τα επιτόκια για να αποφευχθεί η υπερθέρμανση της οικονομίας και η άλλη να σταματήσουν να τυπώνουν χρήμα και να αρχίσουν τη συρρίκνωση του ισολογισμού τους. Στην Ευρώπη δεν θέλουν ούτε να τα σκέφτονται αυτά τα δύο σενάρια, παρά τις όποιες πιέσεις του Βερολίνου. Στις ΗΠΑ, ο ισολογισμός της Fed αγγίζει τα 8,2 τρισ. δολάρια, όμως καμία από τις δύο επιλογές δεν βρίσκεται στο τραπέζι για τους επόμενους μήνες.
Επομένως, η περαιτέρω αύξηση των τιμών είναι μονόδρομος και μένει να δούμε αν οι ανατιμήσεις θα πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Η Fed στην παρούσα φάση εστιάζει στο «αν», στο «πότε» και στο «πόσο» θα περικόψει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ύψους 120 δισ. δολαρίων το μήνα. Επομένως, η πρώτη αύξηση επιτοκίου από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, πολύ δύσκολα θα αποφασιστεί σε λιγότερο από ένα χρόνο από σήμερα. Σε αυτό το χρονικό διάστημα θα πρέπει να προστεθεί και μία περίοδος 6-9 μηνών που χρειάζεται η αύξηση των επιτοκίων να επηρεάσει ουσιαστικά την οικονομία.