Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Η εμμονική προσήλωση του υπουργού Οικονομικών στη δημιουργία ενός «cash buffer» που δήθεν διασφαλίζει την «καθαρή έξοδο» της χώρας στις αγορές αρχίζει να κοστίζει ακριβά στην ελληνική κοινωνία.
Η κυβέρνηση παίρνει τα φθηνά δανεικά του Μνημονίου ΙΙΙ και αντί να καλύψει τις βασικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, αντί να πληρώνει τις 230.000 συντάξεις που εκκρεμούν, αντί να φροντίζει για τα αναλώσιμα των νοσοκομείων, την ομαλή τροφοδοσία με καύσιμα των κρατικών οχημάτων και αντί να αποπληρώνει τις υποχρεώσεις του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, μαζεύει τα λεφτά για να τα χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα για τον ψευδεπίγραφο στόχο της «καθαρής εξόδου».
Πρόκειται για έναν ιδιότυπο, αναγκαστικό εσωτερικό δανεισμό που δεν επιβάλλεται λόγω κάποιων έκτακτων καταστάσεων αφού η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε φθηνό χρήμα που απλώς δεν αξιοποιεί.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, το ελληνικό χρέος αυξήθηκε σε 343,6 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα τα τελευταία 2 χρόνια παράγει αιματηρά δημοσιονομικά υπερ-πλεονάσματα, πολύ μεγαλύτερα από τις απαιτήσεις των μνημονίων.
Με απλά λόγια, οι φορείς του Δημοσίου δανείζουν το κράτος για να πληρώνει το χρέος τα επόμενα χρόνια, ενώ υπάρχουν φτηνά διαθέσιμα κεφάλαια από τον μηχανισμό στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Το χρέος κεντρικής διοίκησης, από τα 328,703 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου αυξήθηκε κατά 15 δισ. ευρώ στα περίπου 343,740 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου. Τα βραχυπρόθεσμα δάνεια με την διαδικασία Repos «εκτοξεύθηκαν» από τα 14,93 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017 σε 22,5 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου.
Η καταβολή της δόσης του ESM μέσα στο Μάρτιο (στις 28/3 έφτασε τα 5,7 δισ. ευρώ) αλλά και οι πράξεις repos μαζί με τις εκδόσεις ομολόγων είναι η αιτία, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε το ΥΠΟΙΚ.
Οι πίνακες που αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα του υπουργείου δείχνουν ότι τα ταμειακά διαθέσιμα από τα 934,2 εκατ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου αυξήθηκαν κατά 12,328 δισ. ευρώ στο τέλος Μαρτίου – εκ των οποίων 6,197 δισ. ευρώ βρίσκονται στο «λογαριασμό του μαξιλαριού», ενώ ο Διακριτός Λογαριασμός Εξυπηρέτησης Δημοσίου Χρέους από μόλις 8 εκατ. ευρώ βρέθηκε με 3,5 δισ. ευρώ.
Ο «λογαριασμός του μαξιλαριού» περιέχει τα ισόποσα των δύο εκδόσεων ομολόγων (1,3 δισ. Ιούλιος 2017, 3 δισ. Φεβρουάριος 2018) και 1,9 δισ. ευρώ από την τελευταία δόση του ESM. Όπως μαρτυρούν, αφενός μεν τα διαθέσιμα τέλους 2017 (λιγότερα από τα κεφάλαια της έκδοσης ομολόγου Ιουλίου) και ο φρενήρης δανεισμός σε Repos Φεβρουαρίου (όπως μαρτυρούν οι καταβληθέντες τόκοι), το μαξιλάρι συμπληρώνεται εκ των υστέρων, μετά την καταβολή της δόσης. Τα Repos έχουν αναδειχθεί σε βασικό εργαλείο καλλωπισμού των δημοσιονομικών επιδόσεων.
Ο κ. Γιώργος Προκοπάκης, Σύμβουλος Επιχειρήσεων, εξηγεί τον κύκλο του βραχυπρόθεσμου δανεισμού μέσω Repos του δημοσίου:
Ο δανεισμός σε Repos ξεκίνησε το πρώτο τρίμηνο 2014, όταν η κυβέρνηση Σαμαρά πιεζόταν και οι δόσεις της τρόικας δεν έρχονταν λόγω καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις. Ο Σαμαράς «παρέδωσε» υπόλοιπο δανείων 8,6 δισ. ευρώ. Το 2017 έκλεισε με υπόλοιπο 15 δισ. και ήδη τον Μάρτιο 2018 έχουν φθάσει τα 22,5 δισ. ευρώ – με πλήρως χρηματοδοτημένο πρόγραμμα και έντονα πλεονασματικό ισολογισμό. Αν λάβουμε υπ' όψη πως παρά τα θηριώδη πλεονάσματα, το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης αυξήθηκε πάνω από 12 δισ. ευρώ, γίνεται σαφές πως εκτός από τον δημοσιονομικό καλλωπισμό, τα Repos καλύπτουν τις «τρύπες» του προϋπολογισμού – όπως την εξόφληση ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων.
Τα Repos είναι δανειακές συμβάσεις μικρής διάρκειας – τυπικά δύο εβδομάδων – μεταξύ του Δημοσίου και της ΤτΕ, θεματοφύλακα του ενιαίου λογαριασμού διαθεσίμων όλων των οργανισμών του δημοσίου (ασφαλιστικών Ταμείων, ΟΤΑ, νοσοκομείων, πανεπιστημίων, κλπ). Μετά την ΠΝΠ Βαρουφάκη του 2015 (κυρώθηκε ως νόμος) κατά την αγωνιστική διαπραγμάτευση, οι οργανισμοί υποχρεούνται να καταθέτουν σε άτοκο λογαριασμό στην ΤτΕ τα διαθέσιμά τους, πλην των αναγκών 15 ημερών. Το Δημόσιο, όποτε έχει ανάγκη ή θεωρεί σκόπιμο, συνάπτει συμβάσεις Repos, ουσιαστικά με τους οργανισμούς που συνιστούν το κοινωνικό κράτος. Οι συμβάσεις μπορεί να ανανεώνονται. Λόγω του αργούντος κεφαλαίου στον άτοκο λογαριασμό, το επιτόκιο των συμβάσεων είναι υψηλό, ώστε να παρέχεται κίνητρο στις διοικήσεις να εξαντλούν την φαντασία τους κατά τον προσδιορισμό των «αναγκών 15 ημερών». Η κατάληξη είναι η υποεκτέλεση των προϋπολογισμών των οργανισμών, η μη πραγματοποίηση επενδύσεων ή/και συντηρήσεων, οι καθυστερήσεις πληρωμής προμηθευτών. Μπορούμε να πούμε σχηματικά πως τα νοσοκομεία μπορεί να μην έχουν φάρμακα και σεντόνια, έχουν όμως «χαρτιά» υψηλής απόδοσης!
Ο κύκλος αυτός προφανώς υποβαθμίζει τις υπηρεσίες των οργανισμών προς τους πολίτες και προκαλεί ασφυξία ρευστότητας στην οικονομία.
Η παθογένεια είναι εν γνώσει τόσο της κυβέρνησης όσο και των θεσμών. Γι' αυτό άλλως τε, στον προϋπολογισμό που έγινε νόμος του κράτους τα Χριστούγεννα, για το 2018 προβλέπεται μείωση του δανεισμού σε Repos κατά 6 δισ. ευρώ.
Μια μεγάλη αστοχία της διαχείρισης Τσακαλώτου είναι η αύξηση, αντί για μείωση, κατά 7,5 δισ. ευρώ μόλις το πρώτο τρίμηνο. Μείωση θα προκύψει μόνον εάν η Ελλάδα κατορθώσει στους επόμενους μήνες να αντλήσει από τις αγορές τουλάχιστον 7 δισ. ευρώ, πλέον των αναγκών για το μαξιλάρι εξόδου. Δηλαδή, πορευόμαστε προς την «καθαρή έξοδο» σε κατάσταση ασφυξίας ρευστότητας και υποβάθμισης του κοινωνικού κράτους, χωρίς να είναι ορατή η προοπτική αντιστροφής. Όταν δε θα φθάσουμε στο σημείο το μαξιλάρι να χρησιμοποιηθεί για εξόφληση χρεολυσίων, θα είναι σεντόνια νοσοκομείων που δεν αγοράστηκαν ή παιδικές χαρές που δεν έγιναν που θα αγοράζουν το χρέος μας.