Σε χαμηλό 11 ετών υποχώρησε το ποσοστό ανεργίας της Ευρωζώνης τον Μάιο αν και οι έρευνες κάνουν λόγο για γενικευμένη ύφεση του τομέα της μεταποίησης, γεγονός που έχει ωθήσει τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις μισθολογικές τους δαπάνες.
Όπως αναφέρει το Marketwatch, η σταθερή άνοδος της απασχόλησης υπήρξε μία από τις μεγάλες επιτυχίες της Ευρωζώνης τα τελευταία έξι χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη Δευτέρα, αυτό συνεχίστηκε τον Μάιο, καθώς ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 103.000 άτομα με αποτέλεσμα να οδηγήσει το ποσοστό ανεργίας στο 7,5% από το 7,6%, το χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2008.
Η μείωση των ατόμων χωρίς εργασία συγκεντρώθηκε στην Ιταλία και την Ισπανία, στις δύο χώρες όπου το ποσοστό ανεργίας παραμένει πολύ υψηλό, σε 9,9% και 13,6% αντίστοιχα.
Χαμηλότερη των εκτιμήσεων η υποχώρηση των επιδομάτων ανεργίας στη Γερμανία
Μικρότερη του αναμενόμενου ήταν η μείωση του αριθμού των αιτήσεων παροχής επιδομάτων ανεργίας στη Γερμανία τον Ιούνιο μετά από την απροσδόκητη αύξηση τον Μάιο.
Ειδικότερα, κατά 1.000 υποχώρησαν τα επιδόματα ανεργίας τον Ιούνιο συγκριτικά με την αύξηση κατά 60.000 τον Μάιο, όταν η απροσδόκητη άνοδος αποδόθηκε σε έκτακτους παράγοντες και στις πρώτες ενδείξεις ενός ασθενέστερου οικονομικού outlook της ισχυρής αγοράς εργασίας της Γερμανίας.
Κάτω από το 10% η ανεργία στην Ιταλία για πρώτη φορά από το 2012
Το ποσοστό ανεργίας στην Ιταλία μειώθηκε στο 9,9% τον Μάιο, το χαμηλότερο επίπεδο που έχει σημειωθεί από τον Φεβρουάριο του 2012, καθώς δημιουργήθηκαν περίπου 67.000 θέσεις εργασίας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Οι αναλυτές των Reuters σε μία έρευνα είχαν κάνει λόγο για διαμόρφωση του ποσοστού ανεργίας στο 10,3% ενώ η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία ISTAT αναθεώρησε το ποσοστό ανεργίας για το Μάιο στο 10,1% από το προηγούμενο 10,2%.
Την περίοδο Μαρτίου-Μαΐου δημιουργήθηκαν περίπου 125.000 θέσεις εργασίας σε σύγκριση με τους προηγούμενους τρεις μήνες, ανέφερε η ISTAT. Από αυτούς, 96.000 ήταν μόνιμες συμβάσεις.