Σε «δύο πράξεις» έως το τέλος Μαρτίου κλείνει το ανοιχτό μέτωπο της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Η πρώτη πράξη αφορά στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας μετά τον νέο Νόμο που κατατέθηκε στη Βουλή και την προηγηθείσα παραίτηση του διευθύνοντος συμβούλου (Μ. Czurda) το Γενικό Συμβούλιο αναμένεται να συνεδριάσει στις 22 Μαρτίου προκειμένου να εγκρίνει τους όρους πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής ως βασικός μέτοχος της Εθνικής με ποσοστό 40%. Στη συνέχεια την τελευταία Τετάρτη του μήνα, ή μία εβδομάδα νωρίτερα στις 24 Μαρτίου, το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας αναμένεται να ανάψει το πράσινο φως για την επικύρωση της συμφωνίας πώλησης στο Αμερικανικό fund CVC Capital Partners.
Ο δρόμος για να ολοκληρωθεί η διαδικασία πώλησης άνοιξε στην ουσία με τις διοικητικές αλλαγές που επήλθαν στη λειτουργία του ΤΧΣ. Όπως ανέφερε χθες στη Βουλή ο αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών Γ. Ζαββός, με το νέο νόμο ενισχύεται η ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων από τα όργανα του Ταμείου. Από τη μέχρι τώρα εμπειρία της εταιρικής διακυβέρνησης του ΤΧΣ, είχε διαπιστωθεί ότι απαιτείται να υπάρξει σαφής διάκριση αρμοδιοτήτων και ρόλων των οργάνων του. Πλέον, βασικό όργανο της διοίκησης με τεκμήριο αρμοδιότητας, είναι πλέον το Γενικό Συμβούλιο, ενώ η Εκτελεστική Επιτροπή παραμένει το όργανο που κάνει την καθημερινή διαχείριση – διοίκηση και εφαρμόζει τις αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου.
Το Γενικό Συμβούλιο πριν κληθεί να αποφασίσει, θα έχει στη διάθεση του – όπως ορίζει ο νέος Νόμος – την αξιολόγηση δύο ανεξάρτητων συμβούλων, της Barclays και της Deloitte. H έκθεση αξιολόγησης από την οποία θα προκύπτει το εύλογο του τιμήματος αναμένεται να παραδοθεί το ΤΧΣ στις 28 Μαρτίου.
Οσον αφορά στο τίμημα σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, μετά την αναπροσαρμογή του προσφερόμενου πακέτου μετοχών της Ασφαλιστικής στο 90% από 80% που προβλεπόταν αρχικώς, θα κυμαίνεται στα 480 εκατ.ευρω. Η συμφωνία περιλαμβάνει εκτός από την την πώληση του 90% της θυγατρικής της Εθνικής Ασφαλιστικής και την ι αποκλειστική 15ετή από κοινού επιχειρηματική δράση με την Εθνική Τράπεζα στον τομέα των τραπεζοασφαλειών. Η λογιστική αξία με την οποία η Εθνική Τράπεζα έχει εγγράψει την θυγατρικής της εταιρεία στα βιβλία της , είναι υψηλότερη και ανέρχεται σε περίπου (για το 100% της εταιρείας) 700 εκατ.ευρω, μετά και την απομείωση της κατά 500 εκατ.ευρω στην οποία είχε προχωρήσει η Τράπεζα το 2019.
Η Εθνική Τράπεζα είχε αναλάβει την υποχρέωση να προχωρήσει στην πώληση της θυγατρικής της εταιρείας πριν από περίπου εφτά χρόνια, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που ανέλαβε το 2015 στην DG Comp κατά τη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης της. Ακολούθησαν τρεις ανεπιτυχείς προσπάθειες πώλησης της, οι οποίες επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό και το τίμημα που διαμορφώθηκε στην παρούσα συγκυρία. Ο πρώτος διαγωνισμός έγινε το 2017 όπου εμφανίστηκα τρεις ενδιαφερόμενοι από την Κίνα – Gongbao, Wintime, Fosun – και μία ακόμη από την κοινοπραξία Calamos – Exin. Μετά από πολύ παρασκήνο προκρίθηκε τελικά η «ελληνο –αμερικανική κοινοπραξία» J. Calamos – Exin Group η ο οποία είχε προσφέρει τίμημα 718,5 εκατ. ευρώ για το 75% εταιρείας. Η κοινοπραξία διαλύθηκε με ένα αρκετά «επεισοδιακό διαζύγιο», το οποιο οδήγησε και σε ναυάγιο την πώληση.
Η Fosun επανήλθε στον δεύτερο διαγωνισμό το 2018, αλλά και η Gongbao, η οποία προσέφερε τίμημα 676 εκατ. ευρώ. Η πρόταση απορρίφθηκε από τη διοίκηση της ΕΤΕ με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος αγοραστής δεν είναι ασφαλιστική εταιρεία. Ωστόσο, ο πραγματικός λόγος ήταν η διαφαινόμενη αδυναμία του αγοραστή να καλύψει το τίμημα.
Στο τραπέζι πριν από τη συμφωνία που επετεύχθη με τη CVC, είχαν πέσει εναλλακτικά σενάρια τα οποία μεταξύ άλλων προέβλεπαν την εισαγωγή της Ασφαλιστικής στο Χρηματιστήριο (όπου στην ουσία μόνο εταιρεία του κλάδου είναι εισηγμένη) και τη διάθεση πλειοψηφικού πακέτου με ιδιωτική τοποθέτηση, τα οποία όμως τελικώς δεν προχώρησαν. Το εγχείρημα της πώλησης της Ασφαλιστικής εταιρείας είχε χαρακτηριστεί από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Τράπεζας Π. Μυλωνά ύψιστης σημασίας για τον Όμιλο.