Του Γιώργου Φιντικάκη
Στις χρυσές εποχές των ακινήτων, δηλαδή το 2008, μια μεζονέτα σε ένα καλό σημείο του Χολαργού, πωλούνταν προς 400.000 ευρώ. Δέκα χρόνια μετά, η τιμή στην αγγελία γράφει 240.000 ευρώ. Δηλαδή 160.000 ευρώ λιγότερα.
Τα λεφτά αυτά θα τα ξαναδεί ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, αν ποτέ αποφασίσει να πουλήσει το σπίτι του, ίσως μετά από τριάντα χρόνια, δηλαδή μετά το 2050. Ζοφερό σενάριο, πολλώ δε μάλλον για όποιον είχε αγοράσει κατοικία με δάνειο με συμβόλαιο στην εμπορική τιμή, το οποίο και πληρώνει ακόμη.
Αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης, υπερφορολόγηση, υπερπροσφορά, απουσία στεγαστικών δανείων, συνηγορούν στην εκτίμηση ότι οι τιμές των κατοικιών θα επανέλθουν στον μέσο όρο της περιόδου 2002-2008, από το... 2040-2050 και μετά.
Στο κακό σενάριο, της χαμηλής ανάπτυξης, όπως σημειώνει η χθεσινή έρευνα της PriceWaterHouseCoopers, δηλαδή με ένα μέσο ρυθμό 0,5% τα επόμενα χρόνια, και δίχως μείωση των φόρων στα ακίνητα, θα χρειαστεί να πιάσουμε το 2050, προτού επιστρέψουν οι τιμές στα επίπεδα του 2008. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στο σενάριο που η χώρα ακολουθήσει μια μέτρια ανάπτυξη. Ένα μέσο δηλαδή ρυθμό 2% τα επόμενα χρόνια, με σχετική αύξηση της στεγαστικής πίστης και μείωση φορολογίας ακινήτων αρχικά με ρυθμό 2% έως το 2026, και σταθερή από εκεί και πέρα. Και πάλι, τιμές 2008, ίσως δουν ξανά οι Ελληνες μετά το 2050.
Όποιο σενάριο και να λάβει κανείς υπ'' όψιν, δεν πρέπει να ελπίζει σε επιστροφή τιμών στα προ δεκαετίας επίπεδα, πριν από το 2040. Αντίστοιχα, η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην εγχώρια αγορά κατοικίας, δεν προβλέπεται να έρθει παρά το 2047, λόγω της αυξημένης προσφοράς κατοικιών, της υψηλής φορολόγησης και της έλλειψης στεγαστικής πίστης.
Σε μια προβολή για το μέλλον και την απόσταση που μας χωρίζει από την Ευρώπη, η PWC σημειώνει ότι αυτή ολοένα και θα μεγαλώνει και για να πετύχουμε μια δυναμική ανάπτυξη, της τάξης του 3%-4%, θα απαιτούνταν 210 δισ. ευρώ επενδύσεων για την περίοδο 2018-2022. Δηλαδή από 18-20 δισ. ευρώ (10%-12% του ΑΕΠ) στα 42 δισ. ευρώ τον χρόνο. Ένα «όνειρο θερινής νυκτός» με βάση τη σημερινή δυναμική της οικονομίας, την απουσία μιας στόχευσης για το πού θέλουμε να πάμε σε μερικά χρόνια, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι τελευταία (28η) σε ανταγωνιστικότητα στην ΕΕ, σύμφωνα με το World Economic Forum, και προτελευταία με βάση την κατάταξη του Doing Business.
Στο ίδιο μήκος κύματος με την PWC και ο ΣΕΒ, που αναλύει ένα αρκετά αισιόδοξο και δυναμικό σενάριο διπλασιασμού των παραγωγικών επενδύσεων, με ετήσιο ρυθμό αύξησής τους άνω του 10%. Από 22,5 δισ. το 2017 σε 45 δισ. περίπου το 2024, ή στο 20% του ΑΕΠ, που είναι σήμερα ο μέσος όρος των επενδύσεων στην ΕΕ.