Ο επικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων του ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης Scope Ratings μιλάει για τα σενάρια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, την ώθηση που θα δώσουν οι πόροι που θα λάβει η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης και την προοπτική διατήρησης του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου σε χαμηλά επίπεδα. Ο Γιάκομπ Σουβάλσκι επισημαίνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι οίκοι αξιολόγησης στην πρόβλεψη των οικονομικών επιδόσεων εξαιτίας της πανδημίας και εκτιμά ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να συμμετέχει στο QE της ΕΚΤ και μετά τον Covid-19.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
-Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Scope Ratings, η πραγματική οικονομική παραγωγή στην Ελλάδα αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 7,8% το 2020 πριν ανακάμψει κατά 5,2% το 2021. Πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η πρόβλεψη; Πιστεύετε ότι οι κίνδυνοι είναι καθοδικοί;
Για να αξιολογήσουμε καλύτερα τις αβεβαιότητες λόγω της πανδημίας τρέχουμε δύο σενάρια (βασικό και δυσμενές), τα οποία καθορίζονται από τον χρόνο και το σχήμα της οικονομικής ανάκαμψης της δραστηριότητας διαφόρων κλάδων. Τα σενάριά μας για την Ελλάδα είναι:
α) Ενα βασικό που προβλέπει όπως είπατε ύφεση 7,8% το 2020 και ανάπτυξη 5,2% το 2021.
β) Ενα δυσμενές σενάριο, με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 10,8% φέτος και την ανάκαμψη να είναι ασθενής σε μόλις +2,5% του χρόνου.
Το δυσμενές σενάριο θεωρεί την περίπτωση κατά την οποία ένα δεύτερο κύμα εξάπλωσης του κορωνοϊού στο δεύτερο εξάμηνο του 2020 οδηγεί σε επαναφορά αυστηρών περιοριστικών μέτρων στο δ’ τρίμηνο, γεγονός που με τη σειρά του προκαλεί πολύ πιο ήπια ανάκαμψη το 2021. Οι τρέχουσες εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας είναι αρνητικές, με την αβεβαιότητα να αναμένεται να αυξηθεί στις επόμενες εβδομάδες και να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις οικονομικές προοπτικές.
Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι η ισχυρή νομισματική και δημοσιονομική αντίδραση της Ε.Ε. θέτει ένα δίχτυ ασφαλείας κάτω από την οικονομία, διατηρώντας ευνοϊκές τις συνθήκες δανεισμού και μεταφέροντας τη διόγκωση των κρατικών χρεών στον ισολογισμό της κεντρικής τράπεζας. Ενώ η πορεία του Covid-19 παραμένει αβέβαιη, το βασικό μας σενάριο υποθέτει ότι η αναμενόμενη αύξηση των κρουσμάτων δεν οδηγεί στα εθνικά lockdown που είδαμε στο α’ εξάμηνο του 2020 στις αναπτυγμένες οικονομίες.
-Είναι αλήθεια ότι οι οίκοι αξιολόγησης τηρούν στάση αναμονής (με άλλα λόγια ότι δεν βιάζονται να υποβαθμίσουν) λόγω της πανδημίας και ποιοι είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν την αξιολόγηση της Ελλάδας μετά την πανδημία;
Η άνευ προηγουμένου φύση του Covid-19 και η επίσης πρωτοφανής αντίδραση των κυβερνήσεων οι οποίες διαθέτουν σημαντικούς πόρους και αυξάνουν το κρατικό χρέος, δημιουργούν δυσκολίες σε επίπεδο ανάλυσης για να επιτευχθούν τα πολλαπλά κριτήρια των κρατικών αξιολογήσεων. Η προσέγγιση της Scope είναι να διασφαλίσει ότι οι αξιολογήσεις μας παραμένουν ακριβείς, καίριες και κοιτούν μπροστά σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Στόχος μας είναι να ισορροπήσουμε μεταξύ της σταθερότητας των αξιολογήσεων και του πόσο επίκαιρες είναι και την ίδια ώρα να αποφύγουμε πρόωρες κινήσεις σε εποχή κρίσης, αλλά χωρίς να παρεκκλίνουμε από τους ορισμούς των αξιολογήσεων που είναι α) η σχετική αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου β) κατά τη διάρκεια του κύκλου και γ) να σχετίζονται με ένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα αξιολόγησης.
Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τον Covid-19, η ανάλυση της πιστοληπτικής αξιολόγησης των κρατών δίνει μεγαλύτερη σημασία σε μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές εξελίξεις απ’ ό,τι σε βραχυπρόθεσμες κυκλικές τάσεις ή κινήσεις των αγορών, ενώ αξιολογεί το πόσο μεγάλη είναι η ζημιά που προκαλεί η κρίση στα δημόσια οικονομικά. Εστιάζουμε στην ικανότητα δημοσιονομικής προσαρμογής και στην οικονομική αντοχή των κρατών για να απορροφήσουν και να αντιστρέψουν τον αντίκτυπο του σοκ σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, παρακολουθούμε τα εξής:
1. Το επίπεδο των NPLs, δεδομένου ότι η πανδημία θα προσθέσει και νέα κόκκινα δάνεια στο ήδη υψηλό ποσοστό.
2. Την καταλληλότητα της δημοσιονομικής πολιτικής και των δημοσιονομικών μέτρων για να διασφαλιστεί μια βιώσιμη μείωση του δημόσιου χρέους, μαζί με όποια χαλάρωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα μεσοπρόθεσμα που θα μπορούσε να στηρίξει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
3. Την περαιτέρω βελτίωση της πρόσβασης του ελληνικού Δημοσίου και των τραπεζών στις αγορές, ειδικότερα με βάση τον χαμηλό όγκο συναλλαγών των ελληνικών τίτλων στη δευτερογενή αγορά.
4. Τη συνέχιση του momentum των μεταρρυθμίσεων.
5. Την ανθεκτικότητα της οικονομικής ανάκαμψης.
-Μπορείτε να εκτιμήσετε την ώθηση που θα δεχθεί το ελληνικό ΑΕΠ από τη σωστή διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων που προβλέπονται στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης; Θα συνυπολογίσετε την ώθηση αυτή στην αξιολόγησή σας;
Οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της Ελλάδας συνδέονται άρρηκτα με την επιτυχή απορρόφηση των πόρων του Next Generation της Ε.Ε. - με την Ελλάδα να είναι στους πιο ωφελημένους του Ταμείου. Το Ταμείο Ανάκαμψης θα διαθέσει ποσά που θα αντιστοιχούν στο 16% του ΑΕΠ του 2019, ωστόσο η αποτελεσματική χρήση τους θα εξαρτηθεί από τη σωστή διαχείριση της κυβέρνησης.
Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να σημειώσει πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις για να στηρίξει την οικονομία, πόσω μάλλον όταν έχει κακό ιστορικό στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει επίσης να βελτιώσει τη συνεργασία της με τις τοπικές αρχές. Κατά τη γνώμη μου οι ευρωπαϊκοί πόροι είναι πολύ σημαντικοί για πολλούς μικρούς δήμους της Ελλάδας που δεν διαθέτουν αναπτυγμένους μεταποιητικούς και τουριστικούς κλάδους. Η βελτίωση του πλαισίου βάσει του οποίου λειτουργούν οι τοπικές αρχές θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερη απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία σταδιακά θα κάνουν πιο διαφοροποιημένη και πράσινη την οικονομία.
-Είδαμε ένα νέο ιστορικό χαμηλό με την έξοδο στις αγορές για το 15ετές ομόλογο. Πιστεύετε ότι θα συνεχιστεί η καλή πορεία της Ελλάδας στις αγορές και μετά την πανδημία;
Η βελτιωμένη πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές ενισχύει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Οι προβλέψεις μας για την ανάπτυξη περιλαμβάνουν υποθέσεις τόσο για την ώθηση που θα δεχθεί η οικονομία από τους κοινοτικούς πόρους όσο και για τη συνέχιση για μεγάλο χρονικό διάστημα του χαμηλού κόστους δανεισμού.
-Τι θα συμβεί όταν τερματιστεί το QE Πανδημίας από τη στιγμή που η αξιολόγηση της Ελλάδας παραμένει σε junk;
Η ένταξη των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου στο PEPP της ΕΚΤ επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει σημαντικό όγκο των διαθέσιμων ομολόγων. Η αβεβαιότητα που σχετίζεται με την υγειονομική κρίση προμηνύει παρατεταμένη οικονομική στήριξη μέσω μακροοικονομικών πολιτικών. Η ΕΚΤ θα αγοράζει τουλάχιστον έως τον Ιούνιο του 2021, αν η πανδημία εξασθενήσει. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας η ΕΚΤ έχει ήδη αναπροσαρμόσει με επιτυχία ορισμένα από τα εργαλεία της. Η άποψή μου είναι ότι η απόσυρση των μέτρων στήριξης που εφαρμόζονται θα καθυστερήσει έως ότου η ανάκαμψη παγιωθεί, με ειδική προσοχή στις πιο ευάλωτες χώρες της Ε.Ε. Επί της αρχής, η ένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο PSPP (το κανονικό QE) είναι πιθανή λόγω της προσωρινής άρσης των κανόνων επιλεξιμότητας των ομολόγων, οι οποίοι καθορίζονται με βάση ένα ελάχιστο επίπεδο αξιολόγησης. Αυτή η εξαίρεση (waiver) μπορεί να επεκταθεί για να σταθεροποιηθούν οι χρηματοδοτικές συνθήκες στην Ελλάδα, αν χρειαστεί.
-Ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες που οδηγούν στην αποκατάσταση της επενδυτικής εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα;
Βλέποντας πέρα από την κρίση, είναι σημαντικό για την ελληνική κυβέρνηση να σημειώσει πρόοδο στη φιλική προς την επιχειρηματικότητα ατζέντα μεταρρυθμίσεων που διαθέτει, για να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα προς μακροπρόθεσμα. Η τελευταία έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας της Κομισιόν αξιολογεί ευνοϊκά την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων, όπως τις βελτιώσεις στην ψηφιοποίηση και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης. Επιπροσθέτως, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητη για να ενισχυθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας, μέσω κλαδικής διαφοροποίησης πέρα από τη ναυτιλία και τον τουρισμό και της επιτάχυνσης της μείωσης των NPLs των ελληνικών τραπεζών.
Οίκος αξιολόγησης με ευρωπαϊκή ταυτότητα
Μία νέα διοικητική δομή με στόχο τη διαφύλαξη της ευρωπαϊκής ταυτότητας και της ανεξαρτησίας της ανακοίνωσε στις αρχές Σεπτεμβρίου η Scope. Κεντρικό ρόλο θα διαδραματίσει το Ιδρυμα Scope, στο οποίο συμβουλευτικό ρόλο αναλαμβάνουν ευρωπαϊκές προσωπικότητες με μεγάλη εμπειρία, όπως ο πρώην πρόεδρος της Γερμανίας, Χορστ Κέλερ, ο πρώην διοικητής της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, ο οικονομολόγος και πρώην στέλεχος της ΕΚΤ, Χοσέ Μανουέλ Γκονζάλες-Παράμο, ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας, Πιερ Κάρλο Πάντοαν και ο πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Πολωνίας, Λέσεκ Μπαλτσερόβιτς.
Για τους στόχους της Scope μιλάει στον «Φ» ο επικεφαλής του τμήματος πιστωτικής ανάλυσης, Γκιγιόμ Ζολιβέ.
-Πείτε μας λίγα λόγια για τη νέα δομή διακυβέρνησης της Scope Ratings και γιατί πιστεύετε ότι η Ευρώπη χρειάζεται ένα δυνατό και ανεξάρτητο οίκο αξιολόγησης; Πώς θα περιγράφατε την αποστολή της Scope;
Η θεμελιώδης αξία ενός ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης έγκειται στην οικοδόμηση ισχύος για τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές έτσι ώστε να μην είναι υποχρεωμένες να εξαρτώνται από παρόχους υπηρεσιών που έχουν έδρα αποκλειστικά στην Ευρώπη. Πρόκειται για τη διαφύλαξη της ποικιλομορφίας απόψεων και την παρουσίαση έργου που απέχει από την αμερικανοκεντρική προσέγγιση των οίκων αξιολόγησης των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει να παρέχουμε θεμελιώδη, προσανατολισμένη στο μέλλον πιστωτική ανάλυση χρησιμοποιώντας μεθοδολογίες οι οποίες λαμβάνουν υπόψη δύσκολα μετρήσιμους παράγοντες και περιφερειακές διαφορές ανά την Ευρώπη που επηρεάζουν τη δομή των οργανισμών, την κουλτούρα των επιχειρήσεων και την εστίαση των διοικήσεων.
Ολα αυτά είναι σημαντικά για τους παγκόσμιους επενδυτές, τους μεγάλους εκδότες ομολόγων και κρίσιμα για τις ευρωπαϊκές ΜμΕ, των οποίων η ικανότητα να αντλούν χρήματα από τις αγορές έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους βασικούς στόχους της δημιουργίας μιας ισχυρής Ενωσης Κεφαλαιαγορών στην Ευρώπη. Το Scope Foundation θα ενισχύσει το ευρωπαϊκό DNA της Scope, καθώς η διοικητική δομή που έχουμε εφαρμόσει εμποδίζει την εξαγορά της Scope από μη ευρωπαϊκούς οίκους για να δώσει τέλος στην ποικιλία απόψεων και ανταγωνισμού.
Αναδημοσίευση από τον “Φ” της 31ης Οκτωβρίου