Πολύ ψηλά έχει τοποθετήσει τον πήχη η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας και ειδικά ο ισχυρός άνδρας της χώρας και πρίγκιπας-διάδοχος Mohammed bin Salman, ενόψει της (προαναγγελθείσας) εισαγωγής της Saudi Aramco στο χρηματιστήριο. Κάτι που αναμένεται να συμβεί είτε το δεύτερο εξάμηνο του 2018 είτε, όπως αναφέρουν νεότερες πληροφορίες, κάποια στιγμή εντός του 2019.
Σύμφωνα με το Ριάντ, στόχος είναι η αρχική χρηματιστηριακή αποτίμηση της μεγαλύτερης ενεργειακής εταιρείας του πλανήτη να «χτυπήσει» τα 2 τρισ. δολάρια – με άλλα λόγια, η αξία της να είναι μεγαλύτερη από τα ΑΕΠ ορισμένων εκ των πλουσιότερων χωρών, όπως η Ιταλία, ο Καναδάς, η Ρωσία και η Νότιος Κορέα.
Το σκεπτικό είναι απλό: Όσο υψηλότερη είναι η αποτίμηση τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το ποσό που θα αντληθεί από την πώληση ενός μειοψηφικού ποσοστού της εταιρείας (για 5% κάνουν λόγο παράγοντες της αγοράς), το οποίο θα αξιοποιηθεί για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής, για τη σταδιακή απεξάρτηση της οικονομίας της χώρας από το πετρέλαιο, αλλά και για την εξόφληση των πανάκριβων και υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων που έχει παραγγείλει και παραλαμβάνει ήδη η χώρα από τη Δύση.
Γράφημα από PwC
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί που αμφισβητούν το κατά πόσο είναι δικαιολογημένο ένα τέτοιο μυθικό ποσό με βάση τα θεμελιώδη δεδομένα της Saudi Aramco – της εταιρείας που ανήκει ολοκληρωτικά στους Σαούντ μετά την εθνικοποίηση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της χώρας.
Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι με διαπιστωμένα αποθέματα που φτάνουν τα 261 δισεκατομμύρια βαρέλια και αποτίμηση κάθε βαρελιού στα 7-8 δολάρια, κάτι που αντιστοιχεί στα διεθνή στάνταρντς, η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας φτάνει ή τουλάχιστον αγγίζει το συγκεκριμένο ποσό. Πολύ περισσότερο που η Saudi Aramco παράγει περίπου 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως σε με εξαιρετικά χαμηλό κόστος, λόγω της μορφολογίας των κοιτασμάτων.
Όμως, όπως σημειώνεται, αυτό δεν είναι το μοναδικό κριτήριο για την τελική αξιολόγηση – και με βάση τα άλλα, η αξία θα πρέπει να είναι αρκετά χαμηλότερη. Ανάμεσα στα κριτήρια είναι και τα κέρδη EBITDA τα οποία, όπως υπολογίζουν παράγοντες της αγοράς, πρέπει να διαμορφωθούν κοντά στα 130 δισ. δολάρια για να δικαιολογούν χρηματιστηριακή αξία της τάξης των 2 τρισ. δολαρίων.
Πρόκειται για ένα ποσό που δεν έχει ανακοινωθεί ποτέ στο παρελθόν από καμία άλλη εταιρεία. Για παράδειγμα, η Apple, που σήμερα είναι η πιο ακριβή παγκοσμίως με χρηματιστηριακή αξία 830 δισ. δολαρίων, «έγραψε» το 2015 EBITDA ύψους 82 δις. Αλλά και η ExxonMobil, ο ακριβότερος εισηγμένος ενεργειακός όμιλος, με κεφαλαιοποίηση 365 δισ. δολαρίων το 2016, ανακοίνωσε EBITDA ύψους 23 δισ. – ενώ το 2012 είχε ανακοινώσει 65 δισ., με τη διαφορά ότι τότε η τιμή του πετρελαίου ήταν πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι.
Αξίζει δε να σημειώσουμε ότι ακόμη και η Exxon ενδεχομένως να μην είναι το καλύτερο μέτρο σύγκρισης, μιας και δεν είναι λίγοι εκείνοι που την θεωρούν υπερτιμημένη. Η αιτία είναι ότι ο λόγος εταιρικής αξίας προς κέρδη EBITDA (EV/EBTDA) είναι πάνω από 15, ενώ για τις όμορες Shell, BP και Total κινείται γύρω στο 6.
Οι ενστάσεις που έχουν ήδη προβληθεί έκαναν ένα στέλεχος της αγοράς να δηλώσει στο πρακτορείο Reuters: «Ενόψει μιας δημόσιας εγγραφής, ποτέ δεν ανακοινώνεται η αξία της υπό εισαγωγής εταιρείας, καθώς έτσι αυτή καθίσταται όμηρος ενός αριθμού ή ενός χρονοδιαγράμματος».
Εσωτερικές αναταράξεις
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα είναι μόνο αυτό το σημείο τριβής και διαφωνίας ανάμεσα στο Ριάντ και τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι επιμένουν ότι πρέπει να διορθωθούν αρκετές «κακοφωνίες» προτού κάνουν την προσφορά τους. Μία από αυτές αφορά τις προκλητικά χαμηλές τιμές που διατίθεται το πετρέλαιο και συνολικά η ενέργεια στο εσωτερικό της Σαουδικής Αραβίας, όπου πρακτικά η χρήση της είναι απεριόριστη και επιδοτούμενη.
Άλλωστε, ουσιαστικά, το πετρέλαιο πωλείται σχεδόν δωρεάν στο εσωτερικό της χώρας (περίπου το ένα τρίτο της συνολικής παραγωγής διατίθεται εντός συνόρων), καθώς η τιμή του ανέρχεται σε περίπου 6 δολάρια το βαρέλι, είναι δηλαδή χαμηλότερη κατά 88% έναντι εκείνης που ισχύει σήμερα στις διεθνείς αγορές. Έτσι, είναι μάλλον φυσιολογικό κάθε κάτοικος της Σαουδικής Αραβίας να καταναλώνει κατά μέσο όρο ενέργεια που αντιστοιχεί σε περίπου 46 βαρέλια πετρελαίου ετησίως – όταν το αντίστοιχο ποσό για τους Αμερικανούς είναι τα 22 βαρέλια και για τους Ρώσους (οι οποίοι επίσης διαθέτουν άφθονα αποθέματα) μόλις τα 9 βαρέλια.
Προφανώς, όμως, εδώ υπάρχει ένα δίλημμα, καθώς εάν το καθεστώς ικανοποιήσει τους επενδυτές, είναι αναγκασμένο να δυσαρεστήσει τους κατοίκους, αυξάνοντας σημαντικά τις τιμές. Για τον Mohammed bin Salman, όμως, κανένα πρόβλημα δεν μοιάζει άλυτο, όταν πρόκειται να πετύχει τον μακροπρόθεσμο στόχο του και να ισχυροποιήσει τη χώρα του και να τη στρέψει προς το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς.
Έτσι, για την ώρα τουλάχιστον, έχει από τον Μάρτιο προχωρήσει σε δραστική μείωση του συντελεστή φορολόγησης της Saudi Aramco από το 85% στο 50%, ενώ έχει ανακοινώσει ότι σταδιακά θα σταματήσει να επιδοτεί την κατανάλωση ενέργειας με τις χαμηλές τιμές και, σε αντάλλαγμα, θα προσφέρει ρευστό στους καταναλωτές (πιθανώς, με μείωση των δικών τους φόρων).
Λονδίνο ή Νέα Υόρκη
Στο μεταξύ, τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα του πλανήτη ερίζουν ήδη για το ποιο θα λάβει το «χρίσμα» του Ριάντ και του πρίγκιπα-διαδόχου για την μεγαλύτερη δημόσια εγγραφή στην ιστορία. Τα χρηματιστήρια του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης (ειδικά το πρώτο) μοιάζουν να έχουν το προβάδισμα αυτή τη στιγμή, ωστόσο φέρονται να παραμένουν με αξιώσεις στην κούρσα το Χονγκ Κονγκ, το Τόκιο, η Σιγκαπούρη αλλά και το Τορόντο.
Οι Σαουδάραβες έχουν διαμηνύσει ότι θα επιλέξουν το χρηματιστήριο εκείνο στο οποίο το πλαίσιο θα είναι όσο το δυνατόν εγγύτερα σε αυτό που ισχύει στην αγορά του Ριάντ, έτσι ώστε να αποφευχθούν αναταράξεις – και ήδη, οι διεκδικητές ανακοινώνουν αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση.