Χρειάστηκε η απόφαση του γερμανικού συνταγματικού δικαστηρίου, η οποία έκρινε εν μέρει αντισυνταγματικό το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για να οδηγηθεί η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ σε μία από τις τολμηρότερες κινήσεις της τα τελευταία 15 χρόνια: να προτείνει μεγάλης κλίμακας χρηματικές επιχορηγήσεις προς τις ασθενέστερες οικονομίες της ΕΕ.
Η Μέρκελ ανησυχούσε ήδη για το μέλλον της ΕΕ μετά την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού στην Ευρώπη τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με πηγές που επικαλείται δημοσίευμα του Reuters, αλλά ήταν η απόφαση του ανώτατου γερμανικού δικαστηρίου που την έκανε να αποκαλύψει την πρόθεσή της. Η απόφαση – βόμβα του γερμανικού δικαστηρίου στις 5 Μαΐου αμφισβήτησε το τύπωμα χρήματος από την ΕΚΤ προκειμένου να διασωθεί η οικονομία των ασθενέστερων μελών της καθώς και η διακυβέρνηση της ΕΕ. Έως τότε, η Μέρκελ ήταν αντίθετη στην πρόταση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για ένα Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο θα δέσμευε, για πρώτη φορά, και τις 27 χώρες – μέλη να εκδώσουν χρέος από κοινού. «Αρχικά είχαν αρκετά διαφορετικές θέσεις», δήλωσε υψηλόβαθμος διπλωμάτης, προσθέτοντας: «Εξέτασαν τον κίνδυνο μίας διάσπασης στην ΕΕ. Μετά, όμως, ήρθε η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και η Μέρκελ… είπε: “Από μας εξαρτάται, από τις κυβερνήσεις”».
Μία σειρά βιντεοδιασκέψεων της Μέρκελ με τον Μακρόν οδήγησαν σε ένα σχέδιο για τον δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του ποσού των 500 δισ. ευρώ ως κοινού χρέους και της μεταφοράς του στις περιοχές και τους κλάδους που έχουν πληγεί περισσότερο. Το ποσό αυτό θα είναι επιπλέον του προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027, ο οποίος ανέρχεται κοντά στο 1 τρισ. ευρώ. Διπλωμάτες στις Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Βερολίνο, που γνωρίζουν αυτές τις συζητήσεις, δήλωσαν ότι η Μέρκελ εγκατέλειψε την αντίθεση της Γερμανίας στην αμοιβαιοποίηση χρεών για τη χρηματοδότηση άλλων χωρών – μελών όταν έγινε ξεκάθαρο ότι η ίδια η ΕΕ βρισκόταν σε κίνδυνο. Η απόφαση του δικαστηρίου ουσιαστικά «πετάει το μπαλάκι» στις κυβερνήσεις της ΕΕ για να χρηματοδοτήσουν την όποια δημοσιονομική αντίδραση.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφωνούν ότι αν δεν καταφέρουν να διασώσουν τις οικονομίες που βρίσκονται πλέον σε ελεύθερη πτώση, διακινδυνεύουν κάτι μεγαλύτερο από την κρίση χρέους που αντιμετώπισαν πριν από 10 χρόνια – και η οποία αποκάλυψε προστριβές, ενίσχυσε τον ευρωσκεπτισμό και σχεδόν διέλυσε την Ευρωζώνη.
Τώρα λοιπόν είναι η ώρα να σταθεί η Ένωση αντάξια του ονόματός της.
Στις 27 Μαρτίου οι διχόνοιες έγιναν φανερές όταν στην ολονύκτια τηλεδιάσκεψη των ηγετών της ΕΕ οι δημοσιονομικά συντηρητικές χώρες του Βορρά αντιστάθηκαν στην πίεση της ομάδας των Νότιων για αύξηση του αμοιβαίου ευρωπαϊκού χρέους για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ συμφώνησαν στις 9 Απριλίου ένα ευρωπαϊκό σχέδιο διάσωσης, ύψους μισού τρισ. ευρώ, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να χρηματοδοτήσει τη μακροπρόθεσμη ανάκαμψη. Το Βερολίνο επέμενε ότι το όποιο σχέδιο ανάκαμψης πρέπει να αποτελείται από βραχυπρόθεσμα δάνεια που έπρεπε να αποπληρωθούν. Μετά άρχισαν να μιλούν η Μέρκελ και ο Μακρόν. «Η Μέρκελ συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο ότι αυτή η κατάσταση αμαύρωνε την εικόνα της Ευρώπης », είπε αξιωματούχος της ΕΕ με γνώση των συζητήσεων που είχαν ο Μακρόν και η Μέρκελ με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η πρόταση αυτή εξυπηρετεί και τη θέση του Μακρόν και το όραμά του για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η Κομισιόν, η οποία θα παρουσιάσει τη δική της πρόταση για το σχέδιο ανάκαμψης στις 27 Μαΐου, καλωσόρισε ένθερμα την πρωτοβουλία Μακρόν – Μέρκελ, αλλά η συμφωνία δεν έχει κλείσει ακόμη. Για να περάσει, πρέπει να στηριχτεί και από τις 27 πρωτεύουσες, ενώ ο καγκελάριος της Αυστρίας δήλωσε ότι ίδιος, μαζί με την Ολλανδία, τη Δανία και τη Σουηδία θα προσφέρουν μόνο δάνεια και όχι επιχορηγήσεις.
Πηγή: Reuters