PwC: Εμπορικές εντάσεις και κορονοϊός δημιουργούν αβεβαιότητα στην αγορά εξαγωγών

PwC: Εμπορικές εντάσεις και κορονοϊός δημιουργούν αβεβαιότητα στην αγορά εξαγωγών

Παρά τη σταθερή ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαετία, οι προοπτικές για το παγκόσμιο εμπόριο υπηρεσιών ενδέχεται να μετριαστούν από την έξαρση  του κορονοϊού, τον πιθανό αντίκτυπο του στους τομείς παγκόσμιων ταξιδιωτικών και μεταφορικών υπηρεσιών και τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση στο εμπόριο παγκόσμιων αγαθών, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση Global Economy Watch της PwC.

Οι υπηρεσίες αντιστοιχούν σε περίπου 23% των παγκόσμιων εξαγωγών και ενώ σε γενικές γραμμές εξαιρούνται των δασμών που επιβάλλονται λόγω των κλιμακούμενων εμπορικών πολέμων, ο ρυθμός ανάπτυξης τους  αποτυπώνει τον άμεσο  συσχετισμό με την ανάπτυξη στις εξαγωγές προϊόντων. Αναδεικνύεται έτσι, η άμεση σχέση μεταξύ του διασυνοριακού εμπορίου προϊόντων και της ζήτησης για παγκόσμιες υπηρεσίες μεταφορών.

Σε επίπεδο μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου ορίζοντα, οι προοπτικές για το εμπόριο παγκόσμιων υπηρεσιών είναι πιο θετικές λόγω των συνεχιζόμενων τεχνολογικών εξελίξεων, της βελτιωμένης πρόσβασης σε διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας και την αύξηση του πραγματικού εισοδήματος στις αναδυόμενες αγορές. Ο Barret Kupelian, οικονομολόγος της PwC σημειώνει σχετικά:

«Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, αναμένουμε επιβράδυνση στον μεγαλύτερο τομέα εξαγωγής υπηρεσιών, ο οποίος αφορά στα ταξίδια, λόγω του κοροναϊού. Η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή διεθνών τουριστών. Το 2018, οι Κινέζοι τουρίστες πραγματοποίησαν 150 εκατομμύρια ταξίδια στο εξωτερικό, αναλογώντας σε περίπου ένα πέμπτο της παγκόσμιας τουριστικής δαπάνης. Ανάλογα με τη διάρκεια των ταξιδιωτικών περιορισμών και το βαθμό εξάπλωσης του ιού, ενδέχεται να  είναι σημαντικές οι επιπτώσεις για τον διεθνή τομέα ταξιδιών και τουρισμού.

Σε μεσοπρόθεσμο έως μακροπρόθεσμο ορίζοντα ωστόσο, οι προοπτικές για εξαγωγές υπηρεσιών είναι πιο θετικές. Στην τελευταία μας έκθεση «World in 2050», προβλέψαμε συνεχιζόμενη ανάπτυξη σε επίπεδο πραγματικού εισοδήματος τόσο για τις G7 όσο και τις Ε7 χώρες, γεγονός που θα δημιουργήσει ζήτηση για περισσότερες υπηρεσίες. Οι συνεχιζόμενες τεχνολογικές καινοτομίες, σε συνδυασμό με την εξάπλωση ταχύτερων και φθηνότερων συνδέσεων στο διαδίκτυο, θα οδηγήσει στη συνεχή ανάπτυξη  καινούργιων  και πιο εξειδικευμένων υπηρεσιών, διευκολύνοντας τη διασυνοριακή εμπορία τους. Σε επίπεδο κανονιστικού πλαισίου, γίνονται επίσης κάποιες διστακτικές προσπάθειες από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να θέσει κανόνες που αφορούν στην  ψηφιακή οικονομία, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τη ροή  δεδομένων. Εφόσον αυτό ολοκληρωθεί με επιτυχία,  θα μπορούσε να δώσει μια πρόσθετη ώθηση στην εμπορία υπηρεσιών ».

ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία, οι μεγαλύτεροι εξαγωγείς υπηρεσιών παγκοσμίως

Τα αποτελέσματα της μετακίνησης της παγκόσμιας οικονομικής ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή που ξεκίνησε με τον κλάδο μεταποιημένων προϊόντων πλέον διευρύνεται πλέον και στον κλάδο υπηρεσιών. Το μερίδιο των G7 έχει πέσει σταθερά από το 45% το 2005 στο 38% το 2018 ενώ το μερίδιο των Ε7 έχει αυξηθεί από το 9% στο 12%.

Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να αποτελούν τον κορυφαίο εξαγωγέα υπηρεσιών κατέχοντας μερίδιο που αντιστοιχεί σε 14% της παγκόσμιας αγοράς. Έπονται το Ηνωμένο Βασίλειο,  η Γερμανία και η Γαλλία με ποσοστά 5-6%. Η Κίνα αποτελεί τον 5ο μεγαλύτερο εξαγωγέα υπηρεσιών, πάνω από την Ολλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία με τις εξαγωγές να αυξάνονται ετησίως, από το 2010, κατά ένα μέσο ποσοστό της τάξης  του 8% σε πραγματικά δολάρια ΗΠΑ. Επίσης, η Ινδία έχει ξεπεράσει την Ιαπωνία φτάνοντας στην 8η θέση στην παγκόσμια κατάταξη των εξαγωγέων υπηρεσιών το 2018, από την 14η το 2005. 

Παγκοσμίως, ο ταχύτερα αυξανόμενος κλάδος από το 2005 είναι οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, υπολογιστών και πληροφοριών, με τις αναδυόμενες αγορές να κυριαρχούν. Το μερίδιο του συγκεκριμένου κλάδου στις παγκόσμιες εξαγωγές υπηρεσιών έχει αυξηθεί από 7% σε 10% τα τελευταία 15 χρόνια ενώ με την προβλεπόμενη αύξηση των χρηστών του διαδικτύου παγκοσμίως από 60% του παγκόσμιου πληθυσμού σε 90% το 2030, φαίνεται ότι η άνοδος θα συνεχιστεί.

Οικονομικός αντίκτυπος του κορονοϊού

Στην πλειοψηφία τους,  οι αρχικές οικονομικές αναλύσεις για το δυνητικό αντίκτυπο του κορονοϊού επικεντρώθηκαν στη σύγκριση με την έξαρση του SARS το 2003, οπότε και η  κινεζική οικονομία αναλογούσε λιγότερο από το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ σε όρους ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης (PPP). Σήμερα, στην Κίνα αντιστοιχεί σχεδόν το 20%, καθώς και περίπου 11% των συνολικών παγκόσμιων εξαγωγών (προϊόντων και υπηρεσιών), επομένως ο οικονομικός αντίκτυπος ενδέχεται να είναι σημαντικά μεγαλύτερος σε σχέση με εκείνον του SARS.

Επιπλέον, σε συνέχεια της εισόδου της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, αυξάνεται ολοένα και περισσότερο η εξάρτηση των επιχειρήσεων από εφοδιαστικές αλυσίδες που σχετίζονται με αυτή, με τις εξαγωγές των οικονομιών  της Νοτιοανατολικής Ασίας να εξαρτώνται ακόμη περισσότερο από την Κίνα ως πηγή εισροών, σε σύγκριση με άλλες προηγμένες οικονομίες της Δύσης. Οι μελέτες  που θα δημοσιευθούν τις επόμενες ημέρες, θα αρχίσουν να παρουσιάζουν μια ένδειξη του βαθμού της δυνητικής επιβράδυνσης.