Η αυξημένη ενημέρωση και κατανόηση του εύρους, της βαρύτητας και του κόστους της απάτης εις βάρος επιχειρήσεων έχει οδηγήσει στην εκτόξευση του αριθμού των οικονομικών εγκλημάτων που αναφέρονται στις αρχές, σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιεί κάθε δύο χρόνια η PwC για το οικονομικό έγκλημα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, στην Παγκόσμια Έρευνα για το οικονομικό έγκλημα και την απάτη λαμβάνουν μέρος περισσότεροι από 7.200 συμμετέχοντες από 123 χώρες ενώ στο σύνολο των ερωτηθέντων, το 49% αυτών δήλωσαν ότι οι εταιρείες τους έχουν πέσει θύματα απάτης τα τελευταία δύο χρόνια, ποσοστό που έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το 36% που είχε καταγραφεί το 2016.
Σε γεωγραφικό επίπεδο, η Αφρική (62% από 57%), η Βόρεια Αμερική (54% από 37%) και η Λατινική Αμερική (53% από 28%) έχουν αναφέρει τα περισσότερα οικονομικά εγκλήματα.
Σημειώνεται ότι η κατάχρηση περιουσιακών στοιχείων εξακολουθεί να αποτελεί το συχνότερο έγκλημα που αντιμετώπισαν οι οργανισμοί τα προηγούμενα δύο χρόνια (45%), με το ηλεκτρονικό έγκλημα (31%), την παραπλάνηση καταναλωτών (29%) και την ανάρμοστη επαγγελματική συμπεριφορά (28%) να ακολουθούν.
Η φετινή μελέτη παρουσιάζει σημαντική αύξηση (+6% στο 52%) του μεριδίου των οικονομικών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από εσωτερικούς παράγοντες των οργανισμών. Επίσης, έχει καταγραφεί ραγδαία αύξηση στο ποσοστό των εγκλημάτων που έχουν διαπραχθεί από ανώτερα διοικητικά στελέχη (από 16% το 2016 σε 24% το 2018). Παρ' όλα αυτά, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ γεωγραφικών περιοχών. Στην Αυστραλία (64%), το Ηνωμένο Βασίλειο (55%), τον Καναδά (58%), την Αργεντινή (44%) και τις ΗΠΑ (48%), το μεγαλύτερο ποσοστό των εγκλημάτων που αναφέρθηκαν διαπράχθηκε από εξωτερικούς δράστες.
Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν την αυξημένη ευαισθητοποίηση και κατανόηση των ερωτηθέντων για τους τύπους απάτης, τους δράστες και το ρόλο της τεχνολογίας καθώς και τις επιπτώσεις και το κόστος που μπορεί να έχει η απάτη για μια επιχείρηση.
Η επικεφαλής των εγκληματολογικών συμβουλευτικών υπηρεσιών του παγκόσμιου δικτύου της PwC, Kristin Rivera, τόνισε πως «η αναφορά υψηλότερων ποσοστών εγκλημάτων δεν σημαίνει κατ' ανάγκη την αύξηση τους. Εκείνο που μας δείχνει η έρευνα είναι ότι υπάρχει πολύ καλύτερη κατανόηση του τι σημαίνει απάτη και που λαμβάνει χώρα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το ηλεκτρονικό έγκλημα, για το οποίο υπάρχει πλέον μεγαλύτερη κατανόηση, πραγματοποιούνται περισσότερες έρευνες, αναλύσεις και μεγαλύτερες επενδύσεις σε μέτρα εντοπισμού και πρόληψης» και πρόσθεσε πως «παρ' όλα αυτά, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην κατανόηση και στην αναφορά, το γεγονός ότι το 51% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν έχει υπάρξει ή δεν γνωρίζει αν έχει υπάρξει θύμα απάτης τα τελευταία δύο χρόνια, δείχνει ότι υπάρχουν ακόμη τυφλά σημεία σε πολλούς οργανισμούς».
Κόστος απάτης και πρόληψης
Σε συνέπεια των παραπάνω και καθώς η ενημέρωση αλλά και η δημοσιοποίηση πληροφοριών για την απάτη και το οικονομικό έγκλημα έχουν αυξηθεί, αυξητικά αναμένεται να κινηθούν και οι επενδύσεις για την καταπολέμησή τους. Στα επόμενα δύο χρόνια, το 51% των συμμετεχόντων θα διατηρήσει τις επενδύσεις στα ίδια επίπεδα ενώ το 44% θα τις αυξήσει.
Σχεδόν τα δύο τρίτα (64%) των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι οι απώλειες που προκλήθηκαν από τις σοβαρότερες απάτες που αντιμετώπισαν θα μπορούσαν να φτάνουν και το 1 εκατ. δολάρια. Το 16% αυτών ανέφεραν απώλειες από 1 εκατ. έως 50 εκατ. δολάρια. Το 42% (+3%) των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι τα τελευταία δύο χρόνια οι εταιρείες τους αύξησαν τα κονδύλια που διαθέτουν για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος.
Ο Didier Lavion, Principal στον τομέα εγκληματολογικών συμβουλευτικών υπηρεσιών της PwC ΗΠΑ, σχολίασε πως «τα κεφάλαια που διατίθενται για τον εντοπισμό και την πρόληψη του εγκλήματος αυξάνονται, γεγονός που έχει οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της κατανόησης και του εντοπισμού της απάτης. Με απλά λόγια, οι επιπτώσεις της απάτης δεν θεωρούνται πλέον αποδεκτό κόστος για μια επιχείρηση. Το 68% των εξωτερικών δραστών (που ευθύνονται για το 40% των περιστατικών) είναι άνθρωποι με τους οποίους ο οργανισμός συνεργάζεται».
«Οι δράστες έχουν πλέον στρατηγικούς στόχους και χρησιμοποιούν πιο εξελιγμένες μεθόδους», συνέχισε ο Didier Lavion. «Η απάτη είναι ένας μεγάλος τομέας δραστηριότητας από μόνη της. Βασίζεται στην τεχνολογία, στην καινοτομία, είναι ευκαιριακή και επηρεάζει το σύνολο της λειτουργίας των οργανισμών — όπως ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής που δεν γνωρίζατε ότι έχετε», κατέληξε.
Οι ερωτηθέντες επιβεβαίωσαν ότι δευτερεύοντα έξοδα όπως αυτά των ερευνών και λοιπών παρεμβάσεων, μπορούν να αυξήσουν τα συνολικά κόστη. Το 17% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι τα χρήματα που δαπάνησε για τη διερεύνηση των σοβαρότερων περιστατικών και για τις σχετικές διορθωτικές ενέργειες ήταν ίδια με όσα χάθηκαν από τα συγκεκριμένα συμβάντα, ενώ το 41% δήλωσε ότι δαπάνησε σε έρευνες και διορθωτικές ενέργειες τουλάχιστον τα διπλάσια από όσα έχασε από το ηλεκτρονικό έγκλημα.
Καταπολέμηση της απάτης
Με την ανοχή της κοινωνίας απέναντι στην ανάρμοστη συμπεριφορά τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο να μειώνεται, πολλοί συμμετέχοντες δήλωσαν ότι, εκτός από την ενίσχυση των εσωτερικών τους δικλείδων ασφαλείας, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την απάτη με πρωτοβουλίες που σχετίζονται με την εταιρική κουλτούρα (μέσω εσωτερικής ή εξωτερικής πληροφόρησης ή γραμμών υποστήριξης), μέσα από τις οποίες εντοπίσθηκε το 27% των περιστατικών απάτης.
Επισημαίνεται ότι οι συμμετέχοντες δήλωσαν επίσης ότι στο πλαίσιο των προσπαθειών τους να αντιμετωπίσουν και να παρακολουθήσουν το οικονομικό έγκλημα χρησιμοποιούν τεχνολογίες όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) και οι εξελιγμένες αναλύσεις δεδομένων. Σύμφωνα με την έρευνα, οι εταιρείες στις αναδυόμενες αγορές επενδύουν σε προηγμένες τεχνολογίες με πολύ ταχύτερο ρυθμό σε σύγκριση με τους ομόλογούς τους στις ανεπτυγμένες χώρες: Το 27% των οργανισμών στις αναπτυσσόμενες χώρες ήδη χρησιμοποιούν ή σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν ΑΙ για την αντιμετώπιση της απάτης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις ανεπτυγμένες αγορές είναι 22%.
Παρά τα αυξημένα επίπεδα κατανόησης και αναφοράς της απάτης, εξακολουθούν να υπάρχουν τυφλά σημεία. Το 46% των ερωτηθέντων σε παγκόσμιο επίπεδο δήλωσαν ότι οι οργανισμοί τους δεν έχουν ακόμη πραγματοποιήσει κάποια αξιολόγηση κινδύνου για την απάτη ή το οικονομικό έγκλημα. Επιπλέον, το ποσοστό των ερωτηθέντων που δήλωσαν ότι διαθέτουν επίσημη πολιτική επαγγελματικής δεοντολογίας και συμμόρφωσης μειώθηκε από 82% σε 77%.
«Η απάτη είναι αποτέλεσμα ενός σύνθετου συνδυασμού συνθηκών και κινήτρων, που μόνο εν μέρει μπορούν να αντιμετωπισθούν από μηχανές», ανέφερε η Kristin Rivera.
«Παρ' όλο που η τεχνολογία έχει σημαντικό ρόλο να παίξει στην παρακολούθηση και ανίχνευση, στα καθοριστικά τελευταία μέτρα του αγώνα για την καταπολέμηση της απάτης, τα αποτελέσματα της ανθρώπινης πρωτοβουλίας είναι πολύ πιο πιθανό να κάνουν τη διαφορά σε σύγκριση με την επένδυση σε μια ακόμη τεχνολογία.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν λάβουμε υπόψη ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εξωτερικών δραστών αφορά τρίτους με τους οποίους οι εταιρείες έχουν σταθερή συνεργασία. Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση για το ποιοι αποκτούν πρόσβαση στα συστήματα και τις διαδικασίες του οργανισμού».