Προσκλητήριο για νέες επενδύσεις γερμανικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα είναι έτοιμη να εφαρμόσει μεγαλόπνοο αναπτυξιακό πρόγραμμα, απηύθυναν εκπρόσωποι της γερμανικής κυβέρνησης και αγοράς, μιλώντας στο 5ο Ελληνογερμανικό Οικονομικό Φόρουμ, με τίτλο «Όραμα Ανάπτυξης – Εμβληματικές Επενδύσεις».
Το Φόρουμ διοργανώνει ψηφιακά, σήμερα Τρίτη, το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, με την υποστήριξη της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK) και την αιγίδα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
Πόροι ύψους 59 δισ. ευρώ
Από την πλευρά του, στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Θεόδωρος Σκυλακάκης, Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, αναφέρθηκε στα πρωτοποριακά, όπως τα χαρακτήρισε, εργαλεία τόνωσης των επενδύσεων, με επιχορηγήσεις και δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα ενεργοποιήσουν πόρους συνολικής αξίας 59 δισ. ευρώ κατά τα επόμενα χρόνια.
Αναλυτικότερα, ο Πρόεδρος του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Κωνσταντίνος Μαραγκός, ανοίγοντας τις εργασίες του Φόρουμ, υπογράμμισε ότι η Γερμανία κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών προέλευσης άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα σε όρους συνολικών κεφαλαίων, με μερίδιο 20,5% και με τις καθαρές άμεσες επενδύσεις, κατά την περίοδο 2001 – 2019, να φθάνουν τα 8,2 δισ. ευρώ.
Τόνισε επίσης ότι «στην προσπάθειά της η Ελλάδα να επιστρέψει στην ανάπτυξη η Γερμανία έχει να προσφέρει πολλά. Διαθέτοντας ισχυρή κεφαλαιακή δύναμη, αλλά και εξειδικευμένη τεχνογνωσία και πολυετή εμπειρία σε κύριους τομείς της οικονομίας, θα επιδιώξει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο νέο επενδυτικό στίβο της Ελλάδας, γνωρίζοντας ότι κάθε σχετική συνέργεια θα λειτουργήσει ανταποδοτικά για τις δύο εθνικές αγορές».
Αναφερόμενος, δε, στον ρόλο του Επιμελητηρίου, επισήμανε ότι θα συνεχίσει να αποτελεί «πύλη» εξωστρέφειας για την ελληνική επιχειρηματική κοινότητα προς τη Γερμανία, αλλά και «πύλη» υποδοχής των Γερμανών επενδυτών στην Ελλάδα, συνεχίζοντας ένα έργο, στο οποίο επιμένει εδώ και 97 έτη.
Ενεργειακή αγορά και Green Deal
Ο Dr. Volker Treier, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και Επικεφαλής Εξωτερικού Εμπορίου της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK) τοποθετήθηκε με ιδιαίτερη αισιοδοξία για το μέλλον των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων, τονίζοντας ότι παρά την πανδημική κρίση οι δύο χώρες πέτυχαν να τονώσουν τις επιδώσεις τους στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, ενώ εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι το μέλλον επιφυλάσσει πολλά και θετικά γεγονότα.
«Χρειάζεται θάρρος για να διασυνδεθούμε και να συνεχίσουμε εκεί που ήμασταν πριν ξεσπάσει η κρίση της πανδημίας, ωστόσο μέσω του Next Generation EU έχουν εξασφαλιστεί όλες οι αναγκαίες χρηματοδοτήσεις» σημείωσε ο Dr. Treier, για να προσθέσει αμέσως μετά ότι παρά τα προβλήματα στις μετακινήσεις των πολιτών, όμως και μια σειρά ζητημάτων που ανέκυψαν στην αλυσίδα παροχής και παραγωγής, οι δύο χώρες είναι έτοιμες να κάνουν μια νέα αρχή.
Το Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής του DIHK, σχολίασε με ιδιαιτέρως θερμά λόγια τη συνδρομή του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου στη διαχρονική στήριξη των οικονομικών και επενδυτικών σχέσεων των δύο χωρών, ενώ αναφέρθηκε και την πλατφόρμα Euroshoring, μέσω της οποίας δίδεται η δυνατότητα ανάπτυξης νέων διμερών συνεργειών στον τομέα της παραγωγής. Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, στάθηκε και στην ενεργειακή αγορά και ειδικότερα στο Green Deal το οποίο, όπως είπε, αναπτύχθηκε ιδιαιτέρως την περίοδο της πανδημικής κρίσης.
Δεύτερος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας
Η Μαρία Μαρινάκη, Πρέσβης της Ελλάδας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι «η Γερμανία ήταν και το 2020 ο δεύτερος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας, ενώ αποτελεί διαχρονικά στρατηγικό εταίρο της σε όλα τα πεδία. Αντίθετα από αυτό που θα περίμενε κανείς, η πανδημία λειτούργησε θετικά ως προς την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών προς τη Γερμανία, αποδεικνύοντας, με αυτό τον τρόπο, την ισχυρή εξωστρέφεια και την ανθεκτικότητα των ελληνικών προϊόντων». Όπως σημείωσε η Μαρία Μαρινάκη, «από πλευράς της, η χώρα μας επιδιώκει σταθερά την προώθηση της διμερούς συνεργασίας και την υποστήριξη κοινών πρωτοβουλιών που παρουσιάζουν αμοιβαίο ενδιαφέρον. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Ελλάδα προχωρά ήδη με ταχείς ρυθμούς στην αναμόρφωση του νομικού της πλαισίου για την προσέλκυση επενδύσεων, καθώς και στην προβολή, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, του υψηλών προδιαγραφών τουριστικού προϊόντος της».
Ο Dr. Ernst Reichel, Πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα, στο δικό του χαιρετισμό, ανέφερε ότι «η Γερμανία είναι εδώ και χρόνια ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Ελλάδα. Παρά την πανδημία, οι γερμανικές εταιρείες κατόρθωσαν να προωθήσουν τον τελευταίο καιρό με επιτυχία σημαντικά επενδυτικά σχέδια, όπως για παράδειγμα στον τομέα της ηλεκτροκίνησης και των φωτοβολταϊκών.
Επιπλέον, υπάρχει ήδη μεγάλος αριθμός "κρυφών πρωταθλητών" στις ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις, για παράδειγμα στο πεδίο της ψηφιοποίησης, οι οποίοι επωφελούνται από τις βελτιωμένες συνθήκες του πλαισίου για επενδύσεις». Ο Πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα, εξέφρασε τη βεβαιότητά του ότι «το Οικονομικό Φόρουμ του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου θα ενθαρρύνει και άλλες εταιρείες να αποκτήσουν εικόνα για τις νέες επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα».
Από την πλευρά του, ο Norbert Barthle, Κοινοβουλευτικός Υφυπουργός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και Εντεταλμένος της Καγκελαρίου για την Ελληνογερμανική Συνέλευση (ΕΓΣ), σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του ανέφερε ότι «η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να δρομολογήσει και να υλοποιήσει δράσεις και μεταρρυθμίσεις σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να αυξηθούν η ελκυστικότητα και οι δυνατότητες της Ελλάδας στον διεθνή ανταγωνισμό. Το ελληνικό πρόγραμμα για το ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης αποτιμάται πολύ θετικά, όπως επίσης και οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και οι δράσεις στον τομέα της ψηφιοποίησης έχουν πολύ θετικό αποτύπωμα».
Κατά την εναρκτήρια ομιλία του, ο Θεόδωρος Σκυλακάκης, Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, σημείωσε ότι τα αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία την περίοδο της πανδημίας ήταν καλύτερα των αναμενόμενων, τόσο σε όρους πραγματικού ΑΕΠ, όσο ανεργίας και απασχόλησης. Ανάλογα καλύτερες των αρχικών εκτιμήσεων ήταν κι οι επιδόσεις του πρώτου τριμήνου φέτος, οι οποίες βασίστηκαν στη συνδρομή των εξαγωγών, της βιομηχανικής παραγωγής και της μικρότερης του αναμενόμενου μείωσης της κατανάλωσης. Παράλληλα, καταγράφηκε και μια πολύ σημαντική αύξηση των αποταμιεύσεων στις ελληνικές τράπεζες κατά 24 δισ. ευρώ από την αρχή της κρίσης, πρόσθεσε ο Θ. Σκυλακάκης.
Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης
«Υπάρχει εύλογη προσδοκία ότι την «επόμενη μέρα» θα έχουμε σημαντική ανάπτυξη, για την επίτευξη της οποίας η κυβέρνηση έχει καταρτίσει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, το «Ελλάδα 2.0». Στόχευσή της είναι να δικαιώσει την απόφαση των ευρωπαίων ηγετών, αξιοποιώντας τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης με τον πλέον αναπτυξιακό τρόπο» τόνισε ο Αναπληρωτής Υπουργός για να προσθέσει: «Βασική μας επιδίωξη σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική είναι να βελτιώσουμε την ελκυστικότητα των επενδύσεων στην Ελλάδα. Ήδη καταφέραμε να μειώσουμε τον «κίνδυνο χώρας», μειώσαμε το ασφαλιστικό και φορολογικό βάρος, επιταχύναμε τις αδειοδοτήσεις και ξεκινήσαμε την προσπάθεια για επιτάχυνση του ρυθμού απόδοσης της δικαιοσύνης, καθώς και γενικότερα για την ψηφιοποίηση του κράτους, που αποτελεί κεντρικό στόχο του Ελλάδα 2.0».
Ο Θ. Σκυλακάκης υπογράμμισε ότι «από το σύνολο των επενδυτικών πόρων που θα κινητοποιηθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, το μεγαλύτερο μέρος θα κατευθυνθεί στις ιδιωτικές επενδύσεις. Για την κινητοποίηση 59 δισ. ευρώ επενδυτικών πόρων, που είναι ο στόχος της κυβέρνησης στα επόμενα χρόνια μέσω του Ελλάδα 2.0, θα χρησιμοποιηθούν 18 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 12,5 δισ. ευρώ δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης». Το σύνολο των δανείων από την Κομισιόν θα απορροφηθεί από τον ιδιωτικό τομέα για επενδύσεις, «υπό την προϋπόθεση της συγχρηματοδότησης των σχετικών έργων, κατά 20% από τους επενδυτές και κατά 30% από το τραπεζικό σύστημα ή ομολογιούχους» ανέφερε ο Αναπληρωτής Υπουργός για να επισημάνει ως δεύτερο εργαλείο στήριξης των χρηματοδοτήσεων τις επιδοτήσεις, με τις οποίες θα υποστηριχθούν, όπως είπε, κατά κύριο λόγο οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καθώς και οι «πράσινες» και οι στρατηγικές εμβληματικές επενδύσεις.