Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Αυξάνονται διαρκώς τα σημάδια που δείχνουν ότι η αβεβαιότητα έχει κυριεύσει ορισμένους από τους κορυφαίους επιχειρηματικούς κολοσσούς του πλανήτη με αποτέλεσμα η οικονομία που παράγει το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στον κόσμο να «παγώνει» και να περιμένει την ύφεση ως μοιραία εξέλιξη.
Στην αρχή ήταν η συρρίκνωση του ΑΕΠ στο β' τρίμηνο – έστω κατά 0,1% - που σήμανε συναγερμό στη Γερμανία και σε ολόκληρη την Ευρώπη για τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου. Στη συνέχεια έγιναν γνωστά τα στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή (μεγαλύτερη πτώση σε διάστημα 10 ετών), μετά ο δείκτης οικονομικού κλίματος ZEW (χαμηλό άνω των 7 ετών), ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του ινστιτούτου Ifo (χαμηλό 12 ετών), οι δείκτες τιμών παραγωγού και χθες ήρθαν τα στοιχεία για τις βιομηχανικές παραγγελίες να πιστοποιήσουν ότι ο στιβαρός άξονας της γερμανικής μηχανής έχει βυθιστεί στην ύφεση.
Η ζήτηση μειώθηκε κατά 2,7% τον Ιούλιο καθώς κατέρρευσαν οι παραγγελίες εκτός Ευρωζώνης, αναγκάζοντας το υπουργείο Οικονομικών να κάνει την Κασσάνδρα, λέγοντας ότι δεν αναμένεται βελτίωση του κλίματος τους επόμενους μήνες εξαιτίας της εμπορικής διένεξης. Το κακό δεν είναι μόνο ότι οι βιομηχανικές παραγγελίες υποχωρούν αλλά και ότι όλοι οι δείκτες απογοητεύουν καταγράφοντας πτώση μεγαλύτερη των προσδοκιών. Αν λάβουμε υπόψη όλο το φάσμα της γερμανικής οικονομίας που τους τελευταίους μήνες δείχνει να παραπαίει, φαίνεται ότι η ατμομηχανή της Ευρώπης επιβραδύνει ταχύτερα και από τις πιο ζοφερές εκτιμήσεις.
Την ίδια ώρα, όλα είναι ανοιχτά για το Brexit, ενώ οι κινεζικές δηλώσεις για επανέναρξη των συνομιλιών με τις ΗΠΑ τον ερχόμενο Οκτώβριο δεν καθησυχάζουν γιατί το έργο το έχουμε ξαναδεί. Επίσης, ο εμπορικός πόλεμος έχει αγγίξει και την Ευρώπη με τον Τραμπ να έχει επανειλημμένα κατηγορήσει την ΕΕ για αθέμιτες πρακτικές και φυσικά η Γερμανία βρίσκεται στο επίκεντρο των αμερικανικών «επιθέσεων» με βασικό στόχο τα αυτοκίνητα.
Στην πλειονότητά τους πλέον οι αναλυτές συμφωνούν ότι ακόμη και αν το γερμανικό ΑΕΠ δεν συρρικνωθεί αλλά παραμείνει στάσιμο στο γ' τρίμηνο, που σημαίνει ότι τεχνικά η Γερμανία θα έχει αποφύγει την ύφεση (χρειάζονται δύο διαδοχικά τρίμηνα συρρίκνωσης), η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχει «παγώσει» καθώς η βιομηχανία της αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Αν αυτές οι ανησυχίες περάσουν στον τομέα των υπηρεσιών και στους καταναλωτές, τότε τα χειρότερα είναι μπροστά μας όχι μόνο για το Βερολίνο αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι εγχώριες παραγγελίες συνέχισαν την ελεύθερη πτώση τους (σε χαμηλό 6 ετών), υποδεικνύοντας ότι όντως το κακό κλίμα στη βιομηχανία έχει αρχίσει να επηρεάζει και την εγχώρια ζήτηση. Αν συνεχιστεί η συγκεκριμένη τάση τότε αναλυτές σημειώνουν ότι πολύ γρήγορα θα δούμε απογοητευτικά στοιχεία τόσο στην κατανάλωση όσο και στις επενδύσεις, εξέλιξη που κανονικά θα πρέπει να ενεργοποιήσει τη γερμανική κυβέρνηση για να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Παράλληλα, ο μεταποιητικός τζίρος υποχώρησε κατά 0,9% τον Ιούλιο, αποτελώντας κακό οιωνό για τη βιομηχανική παραγωγή των επόμενων μηνών, που σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανό να επιβεβαιωθεί η Bundesbank και η Γερμανία να βρεθεί εντέλει σε ύφεση.
Οι διοικήσεις περίπου 10.000 γερμανικών επιχειρήσεων εκτιμούν ότι το περιβάλλον δεν είναι ευνοϊκό στην τρέχουσα συγκυρία και ταυτόχρονα είναι απαισιόδοξο για τους επόμενους έξι μήνες. Μοναδική ελπίδα είναι να τερματιστεί ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας και να βρεθεί η χρυσή τομή που θα καταστήσει ομαλή την έξοδο της Μ. Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Κυρίως ο εμπορικός πόλεμος είναι πασιφανές ότι πλήττει τη γερμανική οικονομία, η οποία στηρίζεται στις πολύ ισχυρές εξαγωγές της που με τη σειρά τους χτίζουν ένα πλεόνασμα-μαμούθ ύψους 300 δισ. δολαρίων.
Φωτογραφία: APImages