Ο χρηματιστηριακός απολογισμός του 1/3 της φετινής χρονιάς έχει θετικό πρόσημο τηρουμένων των πολύ απαιτητικών συνθηκών που επικράτησαν (και ακόμα επικρατούν) στις χρηματιστηριακές αγορές. Το ότι φτάσαμε στο τέλος του τετραμήνου και ο Γενικός Δείκτης παραμένει θετικός από την αρχή του έτους είναι μια μικρή νίκη δεδομένης της πτώσης που κατά κόρον καταγράφεται στις κυριότερες ανεπτυγμένες αγορές του πλανήτη. Ποιος θα περίμενε άραγε τον Nasdaq να χάνει 20% από την αρχή του έτους και την Λ. Αθηνών να σφυρίζει αδιάφορα στο φτωχό πλην τίμιο 3%; Σίγουρα όχι πολλοί.
Η υπεραπόδοση του χρηματιστηρίου βασίζεται σε τρεις άξονες. Ξεκινώντας με τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων, οι επιδόσεις του 2021 είναι οι καλύτερες από το 2007. Οι επιχειρήσεις χωρίς να ενθουσιάσουν στο δ’ τρίμηνο διατήρησαν ένα ικανοποιητικό βηματισμό κερδών και παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν για την εξέλιξη του 2022 και την αύξηση των κοστολογίων φαίνεται ότι έχει υπάρξει κάποιου είδους προετοιμασία για να αντιμετωπιστούν –για μια ακόμα φορά τα τελευταία χρόνια- εξαιρετικά δυσμενή φαινόμενα. Χωρίς υπερβολή οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν εθιστεί εδώ και πολλά χρόνια στο να λειτουργούν υπό το καθεστώς έκτακτων συνθηκών με μικρά διαλλείματα κανονικότητας. Και μάλιστα αυτή η λειτουργία συνοδεύεται από ρεκόρ κερδών και ιδιαίτερα υψηλά μερίσματα με αποδόσεις που κάθε άλλο αφήνουν ασυγκίνητους τους επενδυτές στο άνυδρο καταθετικό περιβάλλον.
Ο δεύτερος άξονας έχει να κάνει με τον αδύναμο κρίκο της Αγοράς που είναι οι τράπεζες. Πλέον αναγνωρίζεται σχεδόν από παντού η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στην εξυγίανση των χαρτοφυλακίων. Στο τέλος της φετινής χρονιάς ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων θα είναι σε όλες τις συστημικές τράπεζες μονοψήφιος. Αν αυτό φαίνεται δύσκολο αρκεί να αναλογιστεί κανείς που βρίσκονταν πριν την έναρξη της πανδημίας: Από τα 65 δις ευρώ το α’ τρίμηνο του 2020 οι εγχώριες μη εξυπηρετούμενες εκθέσεις ήταν 14 δις ευρώ στο τέλος του 2021. Την ίδια στιγμή οι καταθέσεις έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2014, ο εξορθολογισμός του δικτύου έχει μειώσει αισθητά το κόστος λειτουργίας, τα ακίνητα ως καλύμματα δανείων έχουν αυξήσει την αξία τους ενώ οι απώλειες από το επιτοκιακό εισόδημα έχουν αναπληρωθεί μερικώς από τα έσοδα από προμήθειες. Επίσης σε ένα περιβάλλον αύξησης επιτοκίων οι τράπεζες θα δουν αυξημένα έσοδα τα οποία θα καλύψουν μέρος από μια πιθανή αύξηση των προβλέψεων που μια παρατεταμένη κρίση μπορεί να προκαλέσει. Στο χειρότερο σενάριο της χρονιάς οι τράπεζες θα βγάλουν λιγότερα κέρδη από όσα περιμένουν, κεφαλαιακές απώλειες όμως δεν θα έχουν.
Τέλος τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης ακόμα δεν έχουν πέσει στην Αγορά. Αυτή είναι μια κοινή παραδοχή από εκπροσώπους και από τους τέσσερις πυλώνες δραστηριότητας που θα υποστηρίξουν οι επενδύσεις του Ταμείου. Σε συνδυασμό δε με τις τουριστικές εισροές, οι οποίες φέτος αναμένεται να ξεπεράσουν αυτές του 2019, αναμένεται να διατηρήσουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας άνω του 4%. Μια καλή τουριστική χρονιά αρκεί για να σώσει την παρτίδα σε πολλούς κλάδους δραστηριότητας, αυτό έδειξε η περυσινή χρονιά η οποία για πολλές εταιρίες ξεκίνησε πρακτικά από τον Απρίλιο.
Το βασικό ζητούμενο βέβαια που θα απελευθερώσει δυνάμεις παραμένει η διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, από εκεί ξεκινούν όλα. Η αποκλιμάκωση της έντασης θα αποφορτίσει τις τιμές θε βελτιώσει περιθώρια κερδοφορίας και θα ανοίξει το επενδυτικό τοπίο για κινήσεις μεγαλύτερου ρίσκου. Μέχρι τότε η ελληνική αγορά θα διατηρεί το μικρό προβάδισμα που έχει έναντι των άλλων αγορών κάνοντας μια κούρσα συντήρησης επειδή οι μετοχές δεν είναι ακόμα ακριβές και επειδή οι λόγοι που τις έφεραν ως εδώ δεν έχουν εκλείψει. Και αν στο τέλος αυτής της κρίσης η ελληνική αγορά βγει αλώβητη θα έχει κάθε λόγο να αισιοδοξεί για μεγαλύτερες εισροές και ενδιαφέρον από το εξωτερικό.