Το θετικό momentum στις παγκόσμιες αγορές, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση στις τιμές των ομολόγων και των μετοχών φαίνεται να έχει βελτιώσει την ψυχολογία των επενδυτών, οι οποίοι εμφανίζονται πλέον περισσότερο πρόθυμοι να προβούν σε τοποθετήσεις.
Η αλλαγή στις πολιτικές των Κεντρικών Τραπεζών, με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και τις άλλες Κεντρικές Τράπεζες να στρέφονται προς μια πιο ευνοϊκή –ως προς την ανάπτυξη- στάση, είχαν ως αποτέλεσμα να ανοίξουν οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, δημιουργώντας νέα δεδομένα.
Σε ανάλυσή της η HSBC, αναφορικά με το ποιες είναι οι ανησυχίες και τα επόμενα βήματα των επενδυτών για το β'' εξάμηνο της τρέχουσας χρονιάς, τονίζει πως ο φόβος και τα σενάρια περί έλευσης μιας νέας ύφεσης σε μακροοικονομικό επίπεδο είναι ανυπόστατα. Όπως εξηγεί ο Joseph Little, Global Co-CIO Multi Asset, Global Chief Strategist της HSBC, ο συνδυασμός της παγκόσμιας ανάπτυξης που κινείται σε λογικά επίπεδα, των καλών εταιρικών θεμελιωδών μεγεθών και της υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προοπτική ύφεσης μοιάζει περισσότερο με κίνδυνο που μπορεί να μας απασχολήσει το 2021 ή και αργότερα.
Ο ίδιος εκτιμά ότι οι μετοχές παγκοσμίως εξακολουθούν να προσφέρουν σχετικά ελκυστικές αποδόσεις και πως η σταθεροποίηση της παγκόσμιας επιχειρηματικής δραστηριότητας θα ενισχύσει περαιτέρω την αύξηση των εταιρικών εσόδων.
Μιλώντας για την πορεία του πληθωρισμού παραδέχεται πως θα αυξηθεί σημαντικά στο άμεσο μέλλον, αλλά, όπως λέει, δεν θα χρειαζόταν μεγάλη άνοδος του πληθωρισμού ή των επιτοκίων ώστε να αλλάξει η τρέχουσα τιμολόγηση των τίτλων σταθερού εισοδήματος, όπως τα ομόλογα.
“Το βασικό πρόβλημα είναι ότι η δική μας ανάλυση δείχνει ότι οι επενδυτές δεν ανταμείβονται για την έκθεσή τους στον επιτοκιακό κίνδυνο σε διάφορες κατηγορίες ομολόγων. Την ίδια ώρα, το δημόσιο χρέος των αναδυόμενων αγορών και τα ασιατικά εταιρικά ομόλογα υψηλού κινδύνου προσφέρουν σήμερα τη μεγαλύτερη αξία” λέει χαρακτηριστικά.
Όσο για το που εντοπίζονται οι μεγαλύτερες επιχειρηματικές ευκαιρίες, η έρευνα της HSBC υποδεικνύει τις αναδυόμενες αγορές, λαμβάνοντας υπόψη τις βελτιώσεις που σημειώνονται στην Κίνα. Βέβαια η γεωπολιτική αστάθεια θα εξακολουθήσει να αποτελεί πρόκληση, ωστόσο ο κ. Little εμφανίζεται καθησυχαστικός λέγοντας ότι ορισμένες κατηγορίες επενδύσεων είναι σχετικά ελκυστικές και μπορούν να υπεραποδόσουν εάν οι κίνδυνοι αποφευχθούν. Παρόλα αυτά, οι ανησυχίες για τους κινδύνους ενδέχεται να περιορίσουν τις πιθανές αποδόσεις βραχυπρόθεσμα.
Το βασικό συμπέρασμα της έκθεσης συνοψίζεται στο ότι οι επενδυτές πρέπει να παρακολουθούν στενά τις πολιτικές εξελίξεις και την οικονομική ανάπτυξη παράλληλα με τα εταιρικά θεμελιώδη και τους πολιτικούς κινδύνους. Μάλιστα, η παγκόσμια επενδυτική κοινότητα θα πρέπει να συνηθίσει στη συνεχιζόμενη πολιτική αβεβαιότητα και τον κίνδυνο που σχετίζεται με τις φάσεις τις μεταβλητότητας στις επενδυτικές αγορές, προκλήσεις οι οποίες θα παραμείνουν μέχρι το 2019 και το 2020.
Στην τεχνολογία κάνουν focus οι ελληνικές επιχειρήσεις
Αντιλαμβανόμενες τη σημασία του ψηφιακού μετασχηματισμού για την επιβίωση και την ανάπτυξή τους, οι ελληνικές επιχειρήσεις στη συντριπτική πλειοψηφία τους προβαίνουν σε επενδύσεις στον κλάδο της τεχνολογίας.
Όπως επισημαίνεται σε ξεχωριστή έρευνα που εκπόνησε η ΕΥ, οι τεχνολογικές επενδύσεις κρίνονται ως στρατηγική προτεραιότητα. Ειδικότερα, οι τομείς στους οποίους οι διοικήσεις των εταιρειών εστιάζουν έχουν να κάνουν με τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας εσωτερικών διαδικασιών, τη βελτίωση της πρόσβασης και της ανάλυσης οικονομικών δεδομένων, την μεγιστοποίηση της εμπειρίας των πελατών, όπως επίσης και με τη μείωση των κινδύνων (συμπεριλαμβανομένων και των κινδύνων του κυβερνοχώρου).
Μάλιστα, ένα στα πέντε στελέχη σκοπεύει να εντείνει τις προσπάθειές του στην αυτοματοποίηση και την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης, για να ενισχύσει την προσέλκυση και τη διαδικασία πρόσληψης ανθρώπινου ταλέντου. Στόχος είναι να αξιοποιηθούν οι εν λόγω τεχνολογίες προκειμένου να επιτευχθεί βελτίωση των εξατομικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και αναβαθμιστεί η υφιστάμενη εξυπηρέτηση των πελατών.
Στην εξαμηνιαία έρευνα της ΕΥ για την Ελλάδα, με τίτλο Capital Confidence Barometer, τονίζεται επίσης ότι παρά τα διαφορετικά οικονομικό-πολιτικά δεδομένα, οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις με τους ανταγωνιστές τους που δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια αγορά.
Το μεγαλύτερο άγχος των Ελλήνων managers είναι το πόσο σύντομα το Brain Drain θα μετατραπεί σε Brain Gain, με την επιστροφή των ταλαντούχων νέων στην Ελλάδα. “Αγκάθι” όμως παραμένει η επιβράδυνση της ζήτησης, καθώς και η πρόσβαση στα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Σε ποσοστό 20% οι συμμετέχοντες στην έρευνα δηλώνουν ότι επικεντρώνονται, κυρίως, στη βελτίωση της κεφαλαιακής διάρθρωσης και στην επένδυση σε κεφαλαιουχικές δαπάνες και ταλέντο αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, το 44% δηλώνουν ότι θα εστιάσουν στη μείωση των γενικών και διοικητικών δαπανών για τη βελτίωση της κερδοφορίας και των ταμειακών ροών.
Εξίσου σημαντικό είναι το στοιχείο ότι στην πλειονότητά τους αυξάνουν τη συχνότητα των αξιολογήσεων του χαρτοφυλακίου τους, αν και, κατά κανόνα, οι αξιολογήσεις αυτές διεξάγονται ανά τρίμηνο ή εξάμηνο, ενώ τα περισσότερα στελέχη παγκοσμίως αναθεωρούν τα εταιρικά τους χαρτοφυλάκια ανά τρίμηνο.