Τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ και δείχνουν ότι ο πληθωρισμός επιβράδυνε στο 11,6% τον Ιούλιο, από 12,1% τον Ιούνιο, έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι και στην Ελλάδα ισχύει η παγκόσμια τάση κορύφωσης του φαινομένου. Είναι η πρώτη φορά από την έναρξη της πληθωριστικής λαίλαπας που ο δείκτης χαμηλώνει ταχύτητα. Όμως ένας μήνας μείωσης του ρυθμού με τον οποίο αυξάνονται οι τιμές δεν σημαίνει ότι τελείωσε το δράμα της ακρίβειας. Τουναντίον, οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να βλέπουν τη ζήτηση να μειώνεται αφού οι τιμές παραμένουν σε ανοδική τροχιά, περιορίζοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Υπάρχει περίπτωση να δούμε στο ορατό μέλλον μειώσεις στις τιμές και πότε θα τελειώσει το… μαρτύριο με τα πάντα να ακριβαίνουν γύρω μας;
Ίσως το πιο ανησυχητικό εύρημα των μετρήσεων για τον πληθωρισμό είναι ότι οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές αφορούν πλέον το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών, καθώς οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και των υπόλοιπων προβλημάτων, έχουν διαχυθεί απ’ άκρη σ’ άκρη στην οικονομία. Μέχρι πρότινος, οι αυξήσεις εστιάζονταν στο φυσικό αέριο, την ενέργεια ευρύτερα και σταδιακά πέρασαν στα τρόφιμα και τώρα στις υπηρεσίες. Αυτό δυστυχώς συνεπάγεται ότι θα είναι μακρύς ο δρόμος της επιστροφής, η περίοδος δηλαδή που θα χρειαστεί για να υποχωρήσουν
οι τιμές προς τα επίπεδα που είχαμε συνηθίσει πριν την τρέχουσα κρίση.
Αρνητικός πληθωρισμός πολύ δύσκολα θα υπάρξει στο ορατό μέλλον, εκτός και αν η επερχόμενη ύφεση αποδειχθεί πιο βαθιά ακόμα και από της πανδημίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση οι τιμές το 2023 θα είναι κατά μέσο όρο 2%-4% υψηλότερες από φέτος και μάλιστα σε συνθήκες πολύ χαμηλής ανάπτυξης, που σημαίνει ότι η ακρίβεια θα συνεχιστεί. Το 2024 η αποκλιμάκωση θα είναι μεγαλύτερη και προς τον στόχο που θέτουν οι κεντρικές τράπεζες αλλά και πάλι δύσκολα να δούμε μεγάλες μειώσεις στις τιμές λιανικής αν δεν υποχωρήσουν σημαντικά οι χρηματιστηριακές τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και γενικότερα των εμπορευμάτων.
Για το 2022, είναι κοινή πεποίθηση των αναλυτών ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα και στις περισσότερες οικονομίες θα ολοκληρώσει το έτος πάνω από το επίπεδο του 5%. Να πούμε εδώ ότι με βάση τις σημερινές προβλέψεις, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα για σύνολο του 2022 θα ξεπεράσει κατά πολύ το 6%, όντας ο υψηλότερος ρυθμός αύξησης των τιμών από το μακρινό 1996. Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική οικονομία λειτουργούσε με πληθωρισμό άνω του 20% ετησίως την περίοδο 1980-1986 με τον δείκτη να παραμένει σε διψήφιο ποσοστό έως το 1994.
Στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία φαίνεται ότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής έχει αρχίσει να αποδίδει, κάτι που αποδεικνύεται από την πτώση του δομικού πληθωρισμού, ο οποίος εξαιρεί ενέργεια και τρόφιμα. Επίσης, το γενικότερο περιβάλλον προμηνύει εξασθένηση του φαινομένου καθώς τα εμπορεύματα, ο βασικός ένοχος για την εκρηκτική άνοδο των τιμών τους τελευταίους μήνες, βλέπουν τις τιμές τους να υποχωρούν και να επιστρέφουν στους μακροχρόνιους μέσους όρους τους, με το πετρέλαιο να έχει σημειώσει πτώση 21% και τα εμπορεύματα 10% από τα πρόσφατα υψηλά τους.
Υπάρχει, επομένως, ελπίδα για μειώσεις στις τιμές; Το κακό για την Ευρώπη είναι ότι το πρόβλημα είναι εντονότερο γιατί εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο, του οποίου οι τιμές είναι 10 φορές υψηλότερες από τις ΗΠΑ. Όσο συνεχίζεται η τάση αυτή, ο ενεργειακός παράγοντας του πληθωρισμού θα συντηρεί τον δείκτη τιμών καταναλωτή αρκετά υψηλότερα τους επόμενους μήνες, σε σύγκριση με την Αμερική. Αναγκάζοντας έτσι την ΕΚΤ να προχωρήσει σε ακόμα πιο επιθετικές κινήσεις αύξησης των επιτοκίων, μέχρι να την σταματήσει η ύφεση.
Και κάπως έτσι η οικονομία και οι αγορές θα βρουν μέσα στο 2023 - και με την προϋπόθεση ότι δεν θα έχουμε άλλους μαύρους κύκνους – μια νέα ισορροπία τιμών αλλά σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από την προ πανδημίας εποχή.