Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Με αφετηρία την οριστικοποίηση των στόχων τριετίας για τα «κόκκινα» δάνεια, τους οποίους έχουν εδώ και καιρό υποβάλει στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ, οι τράπεζες εισέρχονται σε μία περίοδο ασφυκτικής εποπτείας με στόχο την αποφυγή μίας νέας ανακεφαλαιοποίησης και την επανεκκίνηση της... κανονικής λειτουργίας τους.
Όπως, όμως, όλα δείχνουν το σενάριο που θέλει τις τράπεζες να δίνουν δάνεια και να «μαζεύουν» καταθέσεις με ικανοποιητικούς ρυθμούς μάλλον θα αργήσει να υλοποιηθεί. Σε αυτό συνηγορούν οι εκτιμήσεις τραπεζιτών, σύμφωνα με τις οποίες ακόμη και στην περίπτωση που η οικονομία επιστρέψει σε ανάπτυξη από το 2017 και μετά, αυτή δεν θα συνοδευτεί από ισχυρή πιστωτική επέκταση. Την ίδια ώρα, δεν αναμένονται επιστροφές καταθέσεων το 2016 λόγω των πληρωμών φόρων, ενώ η ανάκτηση της εμπιστοσύνης - που θα οδηγήσει σε σοβαρές εισροές καταθέσεων - εξαρτάται από τις πολιτικές συνθήκες, άρα δεν μπορεί να προεξοφληθεί.
Η εξέλιξη του όγκου και της ποιότητας των χορηγήσεων προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις μπορεί να περιγράψει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο όσα έχουν περάσει τράπεζες και οικονομία τα τελευταία χρόνια. Από τα 260 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2010, τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα επέστρεψαν τον Αύγουστο του 2016... στα 199 δισ. ευρώ του 2007, ενώ τα «κόκκινα» δάνεια από περίπου 12 δισ. ευρώ το 2007, εκτινάχθηκαν σε πάνω από 100 δισ. ευρώ το 2016.
Αν το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων και οι τρεις γύροι της ανακεφαλαιοποίησης ήταν παράγοντες που συνετέλεσαν στη διατάραξη της ομαλής λειτουργίας των τραπεζών, οι εξελίξεις του 2015 και του 2016 είναι επίσης καθοριστικές, δίνοντας ίσως το χαριστικό χτύπημα στον κλάδο που άλλοτε αποτέλεσε έναν από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας.
Στα χρόνια της κρίσης οι τράπεζες έχασαν το ρόλο του «πιστωτικού ιδρύματος», υπό το βάρος της έλλειψης κεφαλαίων και του υπερβολικά υψηλού ποσοστού «κόκκινων» δανείων. Αυτό δεν άλλαξε το 2015, ούτε μπορεί να αλλάξει εύκολα στο μέλλον, από τη στιγμή που τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) παραμένουν κοντά στο 50% των συνολικών δανείων. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταντήσει ελεγκτικοί μηχανισμοί του δημοσίου και διαχειριστές ληξιπρόθεσμων οφειλών, ξεφεύγοντας κατά πολύ από τις παραδοσιακές τους δραστηριότητες.
Σήμερα, η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα... σπάει το φράγμα των 200 δισ. ευρώ, καταγράφοντας χαμηλό 9 ετών. Η τελευταία φορά που τα δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά διαμορφώνονταν κάτω από τα 200 δισ. ευρώ ήταν τον Ιούλιο του 2007 (199,543 δισ. ευρώ), όμως τότε βρίσκονταν σε σταθερά ανοδική τροχιά και τα προβληματικά δάνεια δεν ξεπερνούσαν το 6%. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα υποχώρησε τον Αύγουστο στα 198,738 δισ. ευρώ, έναντι 200,142 δισ. ευρώ τον Ιούλιο και 203,927 δισ. ευρώ στο τέλος του 2015.
Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο τραπεζικού στελέχους με μεγάλη εμπειρία στις δανειοδοτήσεις επιχειρήσεων: «Πως και σε ποιον να δώσεις δάνειο όταν το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται κάθε χρόνο και οι επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν την κατάρρευση της ζήτησης και την υπερφορολόγηση;» «Αυτοί που... μπορούν να δανειστούν δεν θέλουν και αυτοί που θέλουν δεν μπορούν», λέει με νόημα ο ίδιος, επισημαίνοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες στη διάθεση της όποιας ρευστότητας διαθέτουν αλλά και στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων.
Σε πρόσφατη έκθεσή της η Piraeus Securities αναφέρει ότι «η ποιότητα των δανείων αποτελεί ένα συστημικό πρόβλημα που χρειάζεται να επιλυθεί το ταχύτερο δυνατό έτσι ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι τράπεζες να αρχίσουν να λειτουργούν ξανά ως πιστωτικά ιδρύματα»! Πως όμως θα γίνει αυτό; Με εκτεταμένες διαγραφές και πωλήσεις δανείων που θα απαιτούν κεφάλαια ή με επιθετική διαχείριση υπό τον κίνδυνο να μην ανακάμψει έγκαιρα η οικονομία και να διαιωνιστούν οι ρυθμίσεις άρα και τα υψηλά ποσοστά «κόκκινων» δανείων;
Οι ισορροπίες είναι πραγματικά πολύ λεπτές. Από τη μία οι εποπτικές αρχές ζητούν από τις τράπεζες να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους από προβληματικά δάνεια. Όμως όσο καθυστερεί η ανάπτυξη, οι δανειολήπτες αδυνατούν να αντεπεξέλθουν, με αποτέλεσμα ενήμερα δάνεια να «κοκκινίζουν» και ρυθμισμένα δάνεια να επιστρέφουν στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων. Στον αντίποδα, οι δανειολήπτες επιθυμούν την αναδιάρθρωση των δανείων τους για να μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις υποχρεώσεις τους, όμως οι φορολογικές αυξήσεις πολλές φορές δεν επιτρέπουν ούτε την εξυπηρέτηση των μειωμένων δόσεων.
Μία ακόμη διάσταση, σχετίζεται με το γεγονός ότι όσο τα υπόλοιπα των χορηγήσεων υποχωρούν τόσο θα δυσκολεύει η μείωση του ποσοστού των NPEs και αυτός είναι ένας παράγοντας που εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την ανάπτυξη της οικονομίας.
Πίσω... στο 2003 οι καταθέσεις
Aυτό που άλλαξε δραματικά το 2015 ήταν η εμπιστοσύνη των καταθετών. Η τραπεζική αργία και η επιβολή των capital controls επέφεραν τρομακτικό πλήγμα στην έννοια της τραπεζικής πίστης. Η χαλάρωση των περιορισμών τον περασμένο Ιούλιο, με τον διαχωρισμό παλαιού και νέου χρήματος, μέχρι στιγμής δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα και σύμφωνα με τραπεζίτες αυτό είναι λογικό, από τη στιγμή που το γενικότερο κλίμα στην αγορά δεν βελτιώνεται.
Αποτέλεσμα είναι οι καταθέσεις να εμφανίζουν οριακή αύξηση και μετά βίας να επανέρχονται στο επίπεδο που βρίσκονταν στο τέλος του 2015. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει το στοιχείο ότι από τα 1,3 δισ. ευρώ που αυξήθηκαν οι καταθέσεις τον Αύγουστο, πάνω από 1 δισ. ευρώ αφορά σε καταθέσεις επιχειρήσεων και μόλις τα 270 εκατ. ευρώ σε νοικοκυριά.
Αν, λόγω των πρωτοφανών εξελίξεων, εξαιρέσουμε το 2015, οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων βρίσκονται σήμερα σε επίπεδο που τελευταία φορά καταγράφηκε στο δ'' τρίμηνο του 2003!!!
Στους τέσσερις μήνες που απομένουν θα πρέπει να γίνει ένα... πραγματικό θαύμα για να καταφέρουν οι τράπεζες να εμφανίσουν ουσιαστική αύξηση στα καταθετικά τους υπόλοιπα. Οι ίδιες οι τράπεζες είναι πολύ επιφυλακτικές, επισημαίνοντας ότι εκκρεμούν οι πληρωμές φόρων, ενώ το κλίμα αναμφίβολα επιβαρύνεται από την παρουσία των εκπροσώπων των δανειστών στην Αθήνα για τη δεύτερη αξιολόγηση.
Σε όλα αυτά, έρχονται να προστεθούν οι ανησυχίες για την Deutsche Bank οι οποίες μόνο αδιάφορες δεν αφήνουν τις ελληνικές τράπεζες, καθώς στην περίπτωση που οι συνθήκες επιδεινωθούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα προβλήματα θα οξυνθούν και στο εσωτερικό, παρατείνοντας την αβεβαιότητα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων φέρνει πιο κοντά τον τραπεζικό κλάδο σε μία νέα ανακεφαλαιοποίηση και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που ενδέχεται να κυριαρχούν έντονες αναταράξεις, με ότι αυτό συνεπάγεται...