Αντιμέτωπη με την τέλεια καταιγίδα δείχνει να είναι η τουρκική οικονομία καθώς από χθες καταγράφονται τεράστιες εκροές κεφαλαίων από τη χώρα και πλέον είναι πολύ πιθανό να μην είναι αρκετά για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τα στηρίγματα που ενδεχομένως θα βρει στους γνωστούς συμμάχους.
«Εκτός και αν ξένες δυνάμεις όπως η Κίνα ή το Κατάρ αποφασίσουν να… αγοράσουν την Τουρκία», σχολιάζει με νόημα αναλυτής από το Λονδίνο που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις των τελευταίων ωρών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Απρίλιος και ο Μάιος είναι δύο πολύ κρίσιμοι μήνες για το μέλλον της τουρκικής οικονομίας καθώς οι τουρκικές τράπεζες θα κληθούν να αποπληρώσουν δάνεια σε ξένο νόμισμα ύψους άνω των 7 δισ. δολαρίων (88 δισ. στο σύνολο του 2021), που σημαίνει πως αν τις επόμενες εβδομάδες συνεχιστούν οι πιέσεις προς την τουρκική λίρα δεν αποκλείεται να υπάρξει ακόμη και «ατύχημα».
Η στρατηγική του Ερντογάν είναι να μειώσει τα επιτόκια μέσα στο έτος για να σημειωθεί πιστωτική έκρηξη το 2022 και να πάει στις εκλογές του 2023 με την οικονομία να καλπάζει. Το θέμα είναι αν θα προλάβει…
Οι προεκτάσεις του χθεσινού «κραχ» μόνο αμελητέες δεν είναι. Μέσα σε μια ημέρα οι Τούρκοι πολίτες έγιναν φτωχότεροι κατά περίπου 8% και αυτό γιατί έγιναν μεγάλες προσπάθειες στήριξης της λίρας. Στις αρχικές συναλλαγές της εβδομάδας η τουρκική λίρα έφτασε να υποχωρεί έως 17,5% έναντι του δολαρίου.
Την ίδια ώρα, το κόστος δανεισμού της Τουρκίας εκτινάχθηκε μέσα σε λίγες ώρες κατά 38%. Την Παρασκευή το τουρκικό Δημόσιο μπορούσε να δανειστεί με επιτόκιο 13,6% για 10 χρόνια και από σήμερα πρέπει να πληρώσει επιτόκιο 18,8% που είναι το υψηλότερο στον κόσμο (ξεπερνάει και της Ουγκάντας). Συγκριτικά, το κόστος χρηματοδότησης άλλων μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία κλπ) κυμαίνεται από 6% έως 8%.
Όλα αυτά συμβαίνουν στον απόηχο της νέας, τρίτης την τελευταία τριετία, απόλυσης κεντρικού τραπεζίτη από τον Ερντογάν. Τη λύση έδωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών και νυν ηγέτης του κόμματος της Δημοκρατίας και της Προόδου, Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος ο Ερντογάν χρέη κεντρικού τραπεζίτη για να τελειώνουμε…
Για τρίτη φορά από το καλοκαίρι του 2018 η τουρκική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με νομισματική κρίση. Τις δύο προηγούμενες ο Ερντογάν… έστριψε το καράβι την τελευταία στιγμή επιτρέποντας την αύξηση των επιτοκίων. Κάθε φορά δεν πίστευε πραγματικά αυτό που έκανε αλλά αναγκαζόταν, το κόστος ήταν ολοένα μεγαλύτερο και τα οφέλη βραχύβια. Σήμερα οι αγορές δεν περιμένουν άλλη στροφή και αύξηση των επιτοκίων.
Η λίρα θα συνεχίσει την πτωτική πορεία εκτιμούν στην πλειονότητά τους οι αναλυτές διότι περιμένουν ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να ρίξει ζεστό χρήμα στην οικονομία με το βλέμμα στις εκλογές του 2023. Ο Ερντογάν θέλει όσο τίποτα άλλο να επαναλάβει το «αναπτυξιακό θαύμα» των περασμένων ετών, όταν το τουρκικό ΑΕΠ έτρεχε με 7%.
Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εισροές κεφαλαίων στη χώρα και από την πρόσβαση σε φθηνές πηγές χρηματοδότησης. Όμως για να πέσει ζεστό χρήμα στην αγορά θα πρέπει να μειωθούν τα επιτόκια.
Είναι δυνατόν να υπάρχουν παντού αρνητικά επιτόκια και στην Τουρκία να βρίσκονται στο 19%; Αυτό είναι το δόγμα του Ερντογάν, ωστόσο με τον πληθωρισμό πάνω από το 15% οι αγορές περιμένουν αυξήσεις επιτοκίων όπως αυτή που αποφάσισε ο Νατσί Άμπαλ την περασμένη Πέμπτη - και αποτέλεσε την αιτία της «καρατόμησής» του - και όχι μειώσεις.
Σήμερα η κεντρική τράπεζα δεν μπορεί να στηρίξει την τουρκική λίρα αφού τα καθαρά συναλλαγματικά της αποθέματα δεν ξεπερνούν σύμφωνα με την Capital Economics τα 11 δισ. δολάρια.
Έτσι οι τουρκικές τράπεζες για να πληρώσουν τα δάνειά τους σε ξένο νόμισμα θα αναγκαστούν να αγοράσουν δολάρια, γεγονός που θα φέρει νέες πιέσεις στη λίρα, θα οδηγήσει σε συρρίκνωση τους τραπεζικούς ισολογισμούς και σε σύσφιξη τις πιστωτικές συνθήκες.
Αποτέλεσμα όλων αυτών; Οι επενδυτές αναζητούν τρόπους διαφυγής από την Τουρκία πιστεύοντας ότι ο ο Ερντογάν πολύ δύσκολα θα βρει κάποιον άσσο στο μανίκι του γιατί τα προβλήματα είναι συσσωρευμένα. Χαρακτηριστικό της αντίληψης που επικρατεί στις αγορές για τον Τούρκο πρόεδρο και τις προθέσεις του, είναι το γεγονός πως ακόμη και πριν την καθαίρεση του κεντρικού τραπεζίτη, επενδυτικοί οίκοι προέβλεπαν ότι η Τουρκία θα βιώσει νέα νομισματική κρίση πριν τις εκλογές του 2023.
Ο Άγμπαλ κατάφερε πολύ γρήγορα να αποκαταστήσει τη νομισματική πειθαρχία της Τουρκίας και τις σχέσεις της χώρας με τις αγορές. Οι επενδυτές είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι η CBRT θα έθετε υπό έλεγχο τον πληθωρισμό μέσω μίας μακράς περιόδου υψηλών επιτοκίων και παράλληλα το φθηνό νόμισμα θα έδινε ώθηση στις εξαγωγές και θα συνέβαλε στην αλλαγή κατεύθυνσης της τουρκικής οικονομίας. Γιατί δεν τα έκανε όλα αυτά ο Ερντογάν; Διότι η ανάπτυξη θα δεχόταν πλήγμα και θα πήγαινε σε εκλογές με ρυθμό κοντά στο 3%.
Με τον Ερντογάν να επιστρέφει στα «Erdoganomics» όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά. Το σίγουρο είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα τα παίξει όλα για όλα την επόμενη διετία και θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να προκαλέσει αναπτυξιακή έκρηξη.