Μία σύντομη απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι ότι θα χρειαστούν 12-24 μήνες αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις της αμερικανικής τράπεζας Citi. Όμως η πορεία των τιμών του χρυσού κρίνεται συνήθως από ένα μείγμα παραγόντων που σχετίζονται κυρίως με το κλίμα που επικρατεί στις παγκόσμιες αγορές και κατά συνέπεια είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Όσο αυξάνεται η διάθεση ανάληψης κινδύνου οι τιμές του χρυσού πέφτουν και όσο στον πλανήτη κυριαρχούν ανησυχίες (οικονομικές, γεωπολιτικές κλπ) οι ροές κεφαλαίων προς τον χρυσό αυξάνονται οδηγώντας σε άνοδο τις τιμές.
Ενδεικτική είναι η τροχιά που έχει ακολουθήσει το πολύτιμο μέταλλο μέσα στο 2020. Στις αρχές Ιανουαρίου, όταν οι αγορές παρακολουθούσαν με αγωνία την πολεμική κόντρα ΗΠΑ-Ιράν, ο χρυσός ξεπερνούσε το επίπεδο των 1.600 δολαρίων καταγράφοντας υψηλό 7 ετών για να υποχωρήσει στη συνέχεια έως τα 1.540 δολάρια, πριν αρχίσει πάλι να σκαρφαλώνει εξαιτίας του κορονοϊού.
Σήμερα, οι ανησυχίες έχουν επικεντρωθεί στον αντίκτυπο που θα έχει στην παγκόσμια οικονομία η εξάπλωση της επιδημίας, με αποτέλεσμα ο χρυσός να ξεπερνά τα 1.640 δολάρια (νέο υψηλό 7 ετών), καταγράφοντας κέρδη 8% μέσα στο 2020 και το συμβόλαιο του Απριλίου να σημειώνει την καλύτερη εβδομαδιαία επίδοση από τον περασμένο Ιούνιο.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Citi προβλέπει ότι ο χρυσός θα φτάσει στα 1.700 δολάρια στους επόμενους 6-12 μήνες και θα «γράψει» νέο ιστορικό υψηλό μέσα στην επόμενη διετία αγγίζοντας τα 2.000 δολάρια. Η Goldman Sachs, από την πλευρά της, σημειώνει ότι ο χρυσός μπορεί να ξεπεράσει τα 1.850 δολάρια και μάλιστα βραχυπρόθεσμα, αν ο κορονοϊός δεν περιοριστεί έως το τέλος του β’ τριμήνου 2020.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, τα χρηματιστήρια κινούνται και αυτά ανοδικά – παρά τη χθεσινή πτώση - σημειώνοντας μάλιστα αλλεπάλληλα ιστορικά υψηλά. Το παράδοξο της συνεχιζόμενης ανόδου του χρυσού σε παράλληλη σχεδόν κίνηση με τη Wall Street εξηγείται από το γεγονός ότι οι επενδυτές θέλουν να έχουν στην κατοχή τους ένα μέσο αντιστάθμισης κινδύνου, αφού όσο υψηλότερες κορυφές κατακτούν οι χρηματιστηριακοί δείκτες λόγω της πλεονάζουσας ρευστότητας, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα σοβαρής διόρθωσης.
Η επιδημία του κορονοϊού προσφέρει την αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια οι φοβίες των επενδυτών, παρά το ράλι και τα ιστορικά υψηλά του δείκτη S&P 500 ο οποίος θεωρείται «καθρέφτης» της παγκόσμιας οικονομίας. Επίσης, ανεξάρτητα από την εξέλιξη της επιδημίας, οι αγορές εδώ και πολύ καιρό προσπαθούν να αξιολογήσουν τα δεδομένα για το που βρισκόμαστε στον οικονομικό κύκλο καθώς η παγκόσμια οικονομία διανύει τη μεγαλύτερη σε διάρκεια περίοδο ανάπτυξης στην ιστορία και τα χρηματιστήρια αρνούνται να κινηθούν χαμηλότερα.
Και επειδή ο χρυσός είναι το πιο παραδοσιακό ασφαλές καταφύγιο, κερδίζει έδαφος αναγκάζοντας τους αναλυτές να αξιολογούν τις πιθανότητες καταγραφής νέου ιστορικού υψηλού, αν και πολλοί παραμένουν στο στρατόπεδο των «αρκούδων», υποστηρίζοντας ότι το πρόσφατο ράλι θα ξεφουσκώσει με την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας αργότερα μέσα στο 2020 και αφού θα έχει περιοριστεί ο κορονοϊός.
Η Capital Economics, για παράδειγμα, διαφωνεί με την Citi και την Goldman καθώς εκτιμά ότι η τιμή του χρυσού θα υποχωρήσει στα 1.400 δολάρια στο τέλος του 2020. «Στην περίπτωση που η επιδημία περιοριστεί, εκτιμούμε ότι η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης (εξαιτίας των καθυστερημένων επιπτώσεων της συγχρονισμένης νομισματικής χαλάρωσης που έλαβε χώρα το 2009) θα μειώσει τη ζήτηση για ασφαλή καταφύγια και θα οδηγήσει σε πτώση τις τιμές των πολύτιμων μετάλλων», σημειώνει.
Στον αντίποδα, οι «ταύροι» του χρυσού πιστεύουν ότι τα 2.000 δολάρια είναι εφικτός στόχος για το 2020, υποστηρίζοντας ότι το ράλι των μετοχών δεν είναι βιώσιμο και πως οι εξελίξεις των επόμενων μηνών θα ενισχύσουν τη ζήτηση για τον χρυσό.