Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το έργο της επόμενης κυβέρνησης θα είναι αναμφίβολα δύσκολο σε ό,τι αφορά την… εκτίναξη του ελατηρίου της ανάπτυξης. Ο βασικότερος λόγος είναι τα πισωγυρίσματα των τελευταίων 3,5 ετών τα οποία στέρησαν από τη χώρα πολλά δισεκατομμύρια οικονομικής παραγωγής, με αποτέλεσμα σήμερα η ελληνική οικονομία να απέχει πολύ από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, αντί να ηγείται της ανάπτυξης. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι μετά από μία πολυετή ύφεση, οι οικονομίες που ξεκινούν έναν καινούριο κύκλο επιτυγχάνουν εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Την ώρα, λοιπόν, που η κυβέρνηση Τσίπρα πανηγυρίζει που έχει… καταφέρει να συγκρατήσει την ανάπτυξη στο 1,6%, κατά μέσο όρο, στα τελευταία 6 τρίμηνα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε από τη ΔΕΘ ένα φιλόδοξο σχέδιο για ενίσχυση της ανάπτυξης στο 4% και δημιουργία 700.000 θέσεων εργασίας στην επόμενη πενταετία. Το θέμα είναι πόσο εύκολα μπορεί να επιτευχθεί μία τέτοια έκρηξη ανάπτυξης όταν το ΔΝΤ και ξένοι αναλυτές τοποθετούν το ρυθμό μεγέθυνσης του ελληνικού ΑΕΠ λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 1% για πολλά χρόνια.
Η απάντηση είναι η μεγάλη αύξηση των εισροών επενδυτικών κεφαλαίων, η δημιουργία κινήτρων για την επιστροφή των νέων επιστημόνων που μετανάστευσαν στο εξωτερικό κατά την περίοδο της κρίσης, καθώς και η ανάπτυξη και υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.
Όσο θεωρητικοί και αν ακούγονται αυτοί οι τρεις παράγοντες, σε πρόσφατη μελέτη της Eurobank καθίσταται σαφές ότι μόνο με την εστίαση σε αυτούς τους τομείς θα ενισχυθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, που αποτελεί τον βασικό λόγο που η χώρα μας σήμερα υστερεί έναντι των ευρωπαϊκών χωρών.
Ο κ. Μητσοτάκης έδωσε μεγάλη έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων για να τονωθεί η ανάπτυξη, όμως το κακό είναι ότι δεν θα έχει μεγάλα χρονικά περιθώρια, αφού το κακό έχει ήδη γίνει στην οικονομία με την πολιτική των υπερπλεονασμάτων για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να δράσει άμεσα προχωρώντας σε ριζική αναδιάρθρωση σε μία σειρά τομέων και να δώσει τα κατάλληλα κίνητρα χωρίς καμία καθυστέρηση, αποσκοπώντας παράλληλα στην ταχύτατη έξοδο των ελληνικών τίτλων από την κατηγορία «junk» που θα σηματοδοτήσει την πραγματική και βιώσιμη επιστροφή στις αγορές με χαμηλά επιτόκια δανεισμού.
Έτσι θα ξεκλειδώσει η χρηματοδότηση του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, θα μπορέσουν οι τράπεζες να μειώσουν ταχύτερα τα «κόκκινα» δάνεια, θα αρθούν πλήρως τα capital controls και θα αρχίσει ο ενάρετος κύκλος για την οικονομία. Ένας κύκλος για τον οποίο ακούμε τόσα χρόνια αλλά δεν τον βλέπουμε.
Αν γίνουν όλα αυτά, τότε και η δημιουργία δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας θα είναι εφικτή αλλά και η τόνωση της ανάπτυξης σε επίπεδα που θα θυμίζουν την προ κρίσης εποχή. Το μεγάλο στοίχημα είναι ότι όλα αυτά θα πρέπει να συμβούν ταυτόχρονα με την τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθεί το οικονομικό επιτελείο της επόμενης κυβέρνησης θα είναι εξαιρετικά σφιχτό. Όμως μία κυβέρνηση που αποδεικνύει ότι εφαρμόζει τις κατάλληλες πολιτικές για την προσέλκυση επενδύσεων θα μπορεί αποκαταστήσει ταχύτερα τη σχέση του ελληνικού δημοσίου με τις αγορές, γεγονός που θα πυροδοτήσει ένα ντόμινο θετικών εξελίξεων που είναι εξαιρετικά κρίσιμες και απαραίτητες για την επόμενη ημέρα.
Επιπλέον, στόχος της επόμενης κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη αποκατάσταση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αφού η οικονομία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ψυχολογία, κάτι που αποδείχθηκε με τον χειρότερο τρόπο την τελευταία δεκαετία.
Συμπερασματικά, η αλλαγή από μία διακυβέρνηση που εστιάζει στο κράτος και διώχνει τις επενδύσεις σε μία εποχή φιλικών προς τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα πολιτικών απαιτεί μεγάλη προσοχή και σταθερά βήματα. Αυτό είναι ίσως το πιο κρίσιμο σημείο αφού η πραγματική οικονομία διψάει για αναπτυξιακά μέτρα και η… υπομονή της έχει εξαντληθεί από τις καταστροφικές επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε ένα θαύμα διότι οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 4% δεν επιτυγχάνονται με θαύματα αλλά μόνο με ουσιαστικές τομές και – επιτέλους – σοβαρές κινήσεις για την προσέλκυση βιώσιμων επενδύσεων. Είναι θέμα πολιτικών επιλογών, κάτι που δεν είδαμε τα τελευταία χρόνια και περιμένουμε από την επόμενη κυβέρνηση, όποια και αν είναι αυτή.