Τα κρατικά χρεόγραφα ήταν τα πρώτα που «άκουσαν» την αύξηση των επιτοκίων των κρατικών τραπεζών και ως είθισται οι αποδόσεις πήραν την ανηφόρα μαζί με τις ανησυχίες των επενδυτών. Αναμενόμενο, καθώς η ελληνική οικονομία δεν απέχει και πολύ στο μυαλό των επενδυτών από τα δύσκολα βιώματα της προηγούμενης δεκαετίας.
Το διαδίκτυο είναι χώρος πληροφόρησης, αλλά και θορύβου και μετά την υπέρβαση του 4% στην ελληνική δεκαετία επανήλθαν δριμύτερες οι κραυγές για τη βιωσιμότητα του χρέους. Η στήλη δεν φημίζεται για την επιστημονική της επάρκεια σε θέματα διαχείρισης κρατικού χρέους, έχει όμως πρόσβαση σε επίσημες πληροφορίες και φιλικές σχέσεις με επαγγελματίες της αγοράς που μας διαφώτισαν καταλλήλως. Κοινώς «να γιατί αυτή τη φορά δεν θα πέσουμε πρώτοι» και να ποιες είναι «οι γραμμές άμυνας του ελληνικού αξιόχρεου»:
Το ελληνικό χρέος με βάση τα στοιχεία της 30ής Ιουνίου ήταν 394,18 δισ. ευρώ. Από την προηγούμενη μέτρηση της 31ης Μαρτίου είναι μειωμένο κατά 365 εκατ. ευρώ λόγω των αποπληρωμών που έχουν γίνει σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι το χρέος της γενικής κυβέρνησης, αλλά το χρέος της κεντρικής διοίκησης.
Η φόρμουλα υπολογισμού του επίσημου χρέους εξαιρεί αφενός τα α) ταμειακά διαθέσιμα είναι 17,06 δισ. ευρώ και β) τα 22,4 δισ. ευρώ ενδοκυβερνητικού χρέους. Με τον όρο ενδοκυβερνητικό χρέος εννοούμε τα διαθέσιμα και τα έσοδα των δήμων, ΟΤΑ, κοινοτήτων, Πανεπιστημίων, Νοσοκομείων κλπ τα οποία βρίσκονται σε κοινό λογαριασμό repos στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Οι συμφωνίες επαναγοράς (repos) είχαν αξία 39,2 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου. Κάνοντας αυτή την προσαρμογή το σύνολο του καθαρού χρέους τον Ιούνιο του 2022 ήταν 354,6 δις ευρώ. Ο στόχος με βάση των προϋπολογισμό της χρονιάς είναι το τελικό καθαρό χρέος να διαμορφωθεί στα 355 δισ. ευρώ.
Το 100% του ελληνικού χρέους μετά την αποπληρωμή του ΔΝΤ είναι σε σταθερό επιτόκιο, ξέρουμε δηλαδή κάθε μήνα τι τόκο πληρώνουμε. Το 75% του χρέους είναι εκτός αγορών, σε οργανισμούς και διακρατικές συμφωνίες που έρχονται από τους μνημονιακούς μηχανισμούς στήριξης.
Επομένως, μόνο τα 98 δισ. ευρώ έχουν πρακτικά έκθεση στις μεταβολές των αγορών. Από αυτά τα 11,8 δισ. ευρώ είναι έντοκα γραμμάτια με κυλιόμενες ανανεώσεις (τρίμηνα, εξάμηνα, έτος) άρα η αγοραία έκθεση του ελληνικού χρέους είναι πρακτικά λίγο παραπάνω από τα 86 δισ. ευρώ.
Η λήξη του ελληνικού χρέους είναι η μεγαλύτερη στην Ευρώπη. Η μέση σταθμική υπολειπόμενη φυσική διάρκεια Χρέους Κεντρικής Διοίκησης την 30/06/2022 ήταν 19,82 έτη, διπλάσια από την αμέσως επόμενη ευρωπαϊκή χώρα. Με βάση τον προϋπολογισμό του 2022 η εξυπηρέτηση των τόκων διαμορφώνεται στο 5,6% επί τον συνολικών κρατικών εσόδων ήτοι 4,7 δισ. ευρώ.
Το κόστος εξυπηρέτησης είναι 1,52% το οποίο όμως και πάλι χρήζει προσαρμογής αφού αφορά τα 394,2 δισ. ευρώ και όχι τα 355 δισ. ευρώ που είναι το πραγματικό χρέος της γενικής κυβέρνησης. Επομένως, το πραγματικό κουπόνι εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους ετησίως είναι κοντά στο 1,3%, όχι μόνο για φέτος αλλά για όλη τη διάρκεια της –σχεδόν- 20ετούς διάρκειάς του.
Σαφώς το ύψος του χρέους προβληματίζει ως προς το ύψος του, είναι το υψηλότερο με διαφορά από αυτή την άποψη στην Ευρωζώνη (η Ιταλία είναι οριακά στο 150%) έχει όμως και την ταχύτερη αποκλιμάκωση. Παράλληλα έχει ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν βιώσιμο παρά το μεγάλο του ύψος.
Και κάτι τελευταίο: Αν τελικώς η Ελλάδα δείξει ρυθμό ανάπτυξης για το 2022 5% η σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα βελτιωθεί στο 184,4%, όταν στο α’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς ήταν στο 189,3% και 193% στο τέλος του 2021.
Η συνθήκη αυτή δεν έχει λάβει υπόψη της τις πληθωριστικές ιδιότητες που έχει το ΑΕΠ της φετινής χρονιάς: Και αυτή θα είναι μια παράμετρος που μπορεί να μας οδηγήσει σε ευχάριστες εκπλήξεις μέχρι το τέλος του έτους.