Η εντυπωσιακή… φόρα, ή το «ισχυρό μομέντουμ» όπως συνηθίζουν να λένε οι αναλυτές, που αποκτά η ελληνική οικονομία τη διετία 2021-2022 και οι μεγάλες και πραγματικές επενδύσεις που υλοποιούνται, βρίσκονται στα σκαριά ή σχεδιάζονται για τα επόμενα χρόνια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, και όχι μόνο, είναι οι παράγοντες που προστατεύουν την Ελλάδα και θα τη βοηθήσουν να ξεπεράσει την κρίση.
Το τσουνάμι της ύφεσης έχει χτυπήσει ήδη τη Μ. Βρετανία από το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου, τη Γερμανία από το τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου και αναμένεται να πλήξει ολόκληρη την Ευρώπη στο τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου ή το πολύ κάποια στιγμή μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Με τα σημερινά δεδομένα, η Ελλάδα θα βρίσκεται μετά από πάρα πολλά χρόνια στις ελάχιστες ευχάριστες εξαιρέσεις.
Ήδη, μέσα στη φετινή χρονιά και παρά την τρομακτική ακρίβεια που όλα τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν, η οικονομική παραγωγή στη χώρα μας έχει εκτιναχθεί κατά 7,7% στο πρώτο εξάμηνο και ο τουρισμός είναι δεδομένο ότι θα διασφαλίσει ένα πολύ ικανοποιητικό – δεδομένων των συνθηκών – φινάλε στο έτος. Κατά συνέπεια, αν η ανάπτυξη στο σύνολο του 2022 κλείσει στο 5,3% που προβλέπει σήμερα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, τότε η ελληνική οικονομία θα έχει κερδίσει περίπου 4 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού. Πόσο μάλλον, αν πάει ακόμη υψηλότερα προς το 6%.
Τα χρήματα αυτά είναι πολύ σημαντικά για την αντιμετώπιση της κρίσης και σε συνδυασμό με μέτρα όπως η έκτακτη φορολόγηση των κερδών των παρόχων ενέργειας και η κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των αυξήσεων στους λογαριασμούς των νοικοκυριών, θα ελαφρύνουν το βάρος της ακρίβειας, χωρίς να μπορούν ωστόσο να το εξαλείψουν.
Στο σενάριο, λοιπόν, που η ελληνική οικονομία αποφύγει την ύφεση θα έχει αντέξει (συγκριτικά με άλλες χώρες) και την ακρίβεια, υπό την έννοια ότι θα προσθέτει πλούτο την ώρα που στη συντριπτική τους πλειονότητα οι οικονομίες της Ευρώπης συρρικνώνονται. Η ακρίβεια θα συνεχίσει να πλήττει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και είναι σίγουρο ότι το 2023 θα είναι έτος επιβράδυνσης της οικονομίας. Το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα είναι να θέτει και να επιτυγχάνει βραχυπρόθεσμους στόχους μέχρι να βελτιωθεί το κλίμα διεθνώς.
Το 2021 είχε παρουσιαστεί ένα σχέδιο επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας με 5 κεντρικούς στόχους. Ας δούμε που βρισκόμαστε και ποιοι από αυτούς έχουν επιτευχθεί:
- Διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 3%: Και μόνο ότι το 2023 το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να μεγεθυνθεί σε ποσοστό άνω του 2% όταν ολόκληρη η Ευρώπη θα βρίσκεται σε ύφεση, λέει πολλά. Για πολλούς αναλυτές, το πόσο θα αντέξει η ελληνική οικονομία θα κριθεί από τη σωστή και ταχεία αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Υπενθυμίζεται ότι το υψηλότερο σημείο που έχει φτάσει η οικονομική παραγωγή στην Ελλάδα είναι τα 230 δισ. ευρώ το 2007. Από εκείνο το σημείο και μετά, το ελληνικό ΑΕΠ ακολούθησε πτωτική τροχιά έως τα 155 δισ. ευρώ το 2016, για να ανακάμψει στα 181 δισ. ευρώ το 2021.
- Έξοδος της χώρας από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας εντός του 2022: Επιτεύχθηκε. Η Ελλάδα δείχνει ότι διαχειρίζεται με σύνεση τα οικονομικά της και πλέον η ενισχυμένη εποπτεία αποτελεί παρελθόν.
- Επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού κόκκινων δανείων μέχρι το τέλος του 2022: Επιτεύχθηκε. Το μόνο που μένει να δούμε τι θα γίνει με τα κόκκινα δάνεια που συνεχίζουν να βαραίνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις αλλά δεν βρίσκονται στους τραπεζικούς ισολογισμούς.
- Επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Δημοσιονομική βελτίωση από το 2022 και ικανοποιητικά, ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023.
Φέτος τα οικονομικά της χώρας κινούνται πολύ καλύτερα από το αναμενόμενο, όμως το 2023 οι συνθήκες θα είναι διαφορετικές. Χρειάζονται συνετές πολιτικές χωρίς να απειλείται η δημοσιονομική σταθερότητα γιατί είναι πολύ πιθανό να χρειαστούν κρατικές παρεμβάσεις σε όλη τη διάρκεια του επόμενου έτους. Από κει και πέρα, όσο περισσότερο διαρκέσει η κρίση, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να καλυφθούν οι ανάγκες σε περιβάλλον υψηλών επιτοκίων. Εδώ να πούμε ότι έχει ανοίξει μεγάλη συζήτηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για τους δημοσιονομικούς στόχους που θα ισχύσουν από το 2024 καθώς έως και το 2023 βρίσκονται σε αναστολή.
- Επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έως το 1ο εξάμηνο του 2023.
Η ενεργειακή κρίση ανέβαλε την εξασφάλιση του εισιτηρίου για τα επενδυτικά σαλόνια, όμως αναλυτές διεθνών οίκων εκτιμούν ότι αν η ελληνική οικονομία συνεχίσει να εκπλήσσει με εντυπωσιακές σε σύγκριση με τον πυρήνα της Ευρώπης επιδόσεις, τότε οι οίκοι αξιολόγησης θα αναγκαστούν να της δώσουν την επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2023, παραβλέποντας τις όποιες αντιξοότητες. Και αυτό γιατί το επίτευγμα της Ελλάδας θα είναι σημαντικό και επομένως θα πρέπει να επιστρέψει στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, να αντιμετωπίζεται δηλαδή από τις αγορές όχι ως μία οικονομία που προέρχεται από διαδοχικές κρίσεις, αλλά μία οικονομία που εκσυγχρονίζεται, μεταρρυθμίζεται, προσελκύει επενδυτικά κεφάλαια και βλέπει το μέλλον με αισιοδοξία.