Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος θα συρρικνωθεί. Το έχουν πει τραπεζίτες όπως ο John Cryan της Deutsche Bank, ενώ το έχει αφήσει να εννοηθεί και ο καθ' ύλην αρμόδιος, Mario Draghi. Πόσο γρήγορα, όμως, μπορεί να επιτευχθεί η συγκέντρωση των περίπου 6.000 τραπεζών στην Ευρώπη όταν η αβεβαιότητα κυριαρχεί και το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι ασφυκτικό για τις πολύ μεγάλες τράπεζες που ενδεχομένως δημιουργηθούν;
Η συζήτηση για τη συγκέντρωση των ευρωπαϊκών τραπεζών δεν είναι καινούρια, όμως όσο τα προβλήματα με τη χαμηλή κερδοφορία και τα προβληματικά δάνεια συνεχίζουν να ταλανίζουν τον κλάδο, τόσο γίνεται εντονότερη. Τόσο έντονη που να αναγκάζει Ευρωπαίους αξιωματούχους και στελέχη ρυθμιστικών Αρχών να αναφέρονται χωρίς… αναστολές στην «ανάγκη μείωσης του αριθμού των ευρωπαϊκών τραπεζών».
Στο… φόντο βρίσκεται η τραπεζική ενοποίηση, της οποίας την ολοκλήρωση μάλλον θα καθυστερήσουν οι Ευρωπαίοι, καθώς η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης καταθέσεων εξαρτάται από τον περιορισμό των κινδύνων.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό του επικεφαλής οικονομολόγου και μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Peter Praet. «Η ανάπτυξη πανευρωπαϊκών τραπεζών, σε συνδυασμό με ισχυρές τοπικές τράπεζες που θα εξυπηρετούν τις τοπικές αγορές, θα πρέπει να αποτελεί μέρος του χρηματοοικονομικού τοπίου της νομισματικής ένωσης», τόνισε ο Βελγογερμανός οικονομολόγος.
Στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου, ο Mario Draghi είχε επισημάνει ότι ο υπερβολικός αριθμός των ευρωπαϊκών τραπεζών ευθύνεται, μεταξύ άλλων, για την χαμηλή κερδοφορία. Ο Draghi αναφέρθηκε στον όρο «overbanking» τονίζοντας ότι παρατηρείται… συνωστισμός σε ορισμένα τραπεζικά συστήματα χωρών-μελών, με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί αποτελεσματικά ο ανταγωνισμός (μήπως εννοεί την Ιταλία ή τη Γερμανία;).
Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το liberal.gr, στην ΕΚΤ εκτιμούν ότι μέσα στην επόμενη τετραετία (μέχρι το τέλος του 2020) θα μπορούσε να επιτευχθεί η συγκέντρωση του κλάδου σε ένα ποσοστό της τάξης του 20%-30% με τελικό στόχο την περαιτέρω μείωση των τραπεζών και τη δημιουργία ισχυρών σχημάτων, αρκεί να το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες. Απώτερος σκοπός είναι η τραπεζική ενοποίηση, όταν αυτή ολοκληρωθεί, να αφορά όσο το δυνατόν υγιέστερες τράπεζες.
Αυτό που συμβαίνει, λοιπόν, είναι ότι οι ευρωπαϊκές αρχές πιέζουν προς την συγκέντρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, όμως οι επενδυτές, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, αδιαφορούν. Και δεν έχουν άδικο. Παρά το γεγονός ότι οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών διαπραγματεύονται σχεδόν στο μισό της λογιστικής τους αξίας – που σημαίνει ότι υπάρχουν σοβαρές ευκαιρίες – οι τράπεζες που θα μπορούσαν να πληρώσουν για τέτοια deals έχουν τα δικά τους προβλήματα. Οι μετοχές ακόμη και των μεγάλων τραπεζών έχουν καταγράψει σημαντικές απώλειες με αποτέλεσμα η όρεξη για εξαγορές να είναι περιορισμένη.
Επίσης, όπως σημειώνουν στο liberal.gr, στελέχη οίκων του Citi του Λονδίνου που αναλαμβάνουν εξαγορές και συγχωνεύσεις, είναι πολύ δύσκολο να πειστούν οι επενδυτές για την ανάκαμψη μίας τράπεζας, μετά την εξαγορά της, λόγω των δυσμενών συνθηκών στην Ευρώπη σε πολλαπλά μέτωπα. Οι ίδιοι επισημαίνουν ότι από το τέλος του 2007 μέχρι σήμερα, τα κέρδη των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν υποχωρήσει έως και 80%!!!
Αξεπέραστα, επίσης, μοιάζουν πολλές φορές τα ρυθμιστικά εμπόδια: Όσο… μεγαλώνουν οι τράπεζες μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων, τόσο υπόκεινται σε στενό ρυθμιστικό έλεγχο καθώς οδεύουν προς την επικίνδυνη περιοχή του «too big to fail», με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν αυξημένες ρυθμιστικές απαιτήσεις για κεφάλαια και ρευστότητα.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν θα είναι ποτέ πια οι ίδιες
Τον Ιούνιο του 2014, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB) είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είναι μεγάλο σε σύγκριση με το μέγεθος της οικονομίας της. Επίσης, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι μεγάλο σε σύγκριση με την αγορά ομολόγων και τις χρηματαγορές. Δηλαδή, οι τράπεζες στην Ευρώπη έχουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο στη χρηματοδότηση της οικονομίας από τα χρηματιστήρια.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Ιταλίας. Περίπου 650 τράπεζες ανταγωνίζονται σε ένα… μουντό περιβάλλον και έχουν να διαχειριστούν πάνω από 360 δισ. ευρώ προβληματικά δάνεια. Στο δαιδαλώδες τραπεζικό σκηνικό ήρθε να προστεθεί η «δυσκαμψία» της ΕΚΤ. Τον περασμένο Απρίλιο πραγματοποιήθηκε ένα αξιοσημείωτο τραπεζικό deal, με την Banco Popolare να εξαγοράζει την Banco Popolare di Milano, ανοίγοντας το δρόμο για την ευρύτερη συγκέντρωση των συνεταιριστικών τραπεζών. Ήταν το τελευταίο μεγάλο deal από το 2007, όταν η παραπαίουσα σήμερα Monte Paschi έδωσε 9 δισ. ευρώ στην ισπανική Santander για την εξαγορά της Banca Antonveneta.
Η ΕΚΤ, λοιπόν, άσκησε πιέσεις για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 1 δισ. ευρώ που θα υποστήριζε στην ουσία τη νέα τραπεζική οντότητα, δυσκολεύοντας όμως την κεφαλαιακή ενίσχυση. Μάλιστα, η σιδηρά κυρία του SSM, Daniele Nouy, έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι δεν επιθυμεί μια οποιαδήποτε συγχώνευση, αλλά συμφωνίες που θα οδηγούν σε ισχυρά σχήματα.
Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το liberal.gr, στις Βρυξέλλες το θέμα των τραπεζών αποτελούσε πριν το Brexit δεύτερη, ή ακόμη και τρίτη προτεραιότητα, καθώς η κρίση χρέους και το προσφυγικό ζήτημα μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον. Σκοπός της ευρωπαϊκής ηγεσίας ήταν να ασχοληθεί με τις τράπεζες σε μεταγενέστερο χρόνο, ενώ πολύ σημαντικοί οικονομικοί αναλυτές, όπως ο Γάλλος Charles Wyplosz, εκτιμούσαν ότι θέλουν δεν θέλουν οι ευρωπαϊκές αρχές θα πρέπει να ασχοληθούν με τα τεράστια προβλήματα των τραπεζών μέχρι το 2018.
Θα υπάρξουν συνέπειες για την Ελλάδα;
Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος έχει φτάσει στον απόλυτο βαθμό συγκέντρωσης καθώς οι τέσσερις συστημικές τράπεζες κατέχουν μερίδιο αγοράς της τάξης του 97%. Βέβαια, εξαιτίας κυρίως των προβλημάτων που αντιμετώπισαν οι τράπεζες με την κεφαλαιακή τους επάρκεια - λόγω των εκροών καταθέσεων και της έκρηξης των «κόκκινων» δανείων - είχαν επανέλθει κατά καιρούς κάποια σενάρια περαιτέρω συγχώνευσης.
Σήμερα η βασική προτεραιότητα είναι η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και η αλλαγή του επιχειρηματικού μοντέλου με επίκεντρο τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Κατά συνέπεια, οι ελληνικές τράπεζες δεν προβλέπεται να συμμετάσχουν – τουλάχιστον στην πρώτη φάση – της συγκέντρωσης του ευρωπαϊκού κλάδου. Αναλυτές εκτιμούν ότι το ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες θα μπορούσε… να επιστρέψει, αφού πρώτα υποχωρήσουν σημαντικά τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και κυρίως στην περίπτωση που η ελληνική οικονομία δείξει ότι μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πισωγυρίσματα.
Αν, ωστόσο, το κλίμα αλλάξει και οι εξαγορές και συγχωνεύσεις αρχίσουν να παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας στην Ευρώπη, τότε οι ελληνικές τράπεζες ενδέχεται να επανεξετάσουν την παρουσία τους στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης.