Αν η Ελλάδα εμφάνιζε κατά την περίοδο 2010-2019 τους ίδιους ρυθμούς επενδύσεων με την υπόλοιπη Ευρώπη, θα είχαν πραγματοποιηθεί σωρευτικά επιπλέον επενδύσεις ύψους 162 δισ. ευρώ, όσο σχεδόν το τρέχον ΑΕΠ της χώρας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας, την ευημερία των πολιτών και την κοινωνική συνοχή.
Αυτή η διαπίστωση που περιλαμβάνεται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που δόθηκε χθες σε διαβούλευση, είναι αρκετή για να γίνει αντιληπτό το πόσο πίσω έχει μείνει η ελληνική οικονομία σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και το πόσο σημαντικό είναι να γίνει σωστή και αποτελεσματική διαχείριση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και των 45 δισ. ευρώ που αναμένεται να κινητοποιηθούν.
Είναι αναμφίβολα η μεγαλύτερη πρόκληση των τελευταίων δεκαετιών για την ελληνική οικονομία ενώ η επόμενη πενταετία είναι η κρισιμότερη για το μέλλον της χώρας. Η ζωή τα έφερε έτσι που μετά από μία τεράστια σε διάρκεια και επιπτώσεις κρίση, μία άλλη κρίση αυτή τη φορά υγειονομικής φύσεως, διαμορφώνει έτσι τις συνθήκες που η ελληνική κυβέρνηση έχει μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να κάνει τις απαιτούμενες τομές για να αλλάξει επίπεδο η οικονομία.
Είναι πραγματικά αδιανόητο ότι από το 2010 έως το 2019 η Ελλάδα «έχασε» επενδύσεις αντίστοιχου ύψος με το σημερινό ΑΕΠ της. Πόσο ρεαλιστικός στόχος είναι να κλείσει η επενδυτική «τρύπα» των 162 δισ. ευρώ; Μπορεί η Ελλάδα σε 5 χρόνια να κάνει όσα δεν έκανε τις τελευταίες δεκαετίες και να προκαλέσει ένα επενδυτικό τσουνάμι τόσο μεγάλο όσο το ΑΕΠ της; Από τη Δικαιοσύνη και τη φορολογία, έως τις αδειοδοτήσεις και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, η κυβέρνηση καλείται να ανέβει ένα γολγοθά και μάλιστα με… σπριντ.
Το επενδυτικό κενό οφείλεται κατά τα δύο τρίτα του σε επενδύσεις που… δεν έγιναν στον ιδιωτικό τομέα. Επομένως αν γίνουν οι κατάλληλες κινήσεις ο ιδιωτικός τομέας έχει μπροστά του μια 5ετία τεράστιων ευκαιριών και επενδύσεων άνω των 100 δισ. ευρώ. Μοιάζει απίστευτο και σε μεγάλο βαθμό ανέφικτο όμως όλα θα κριθούν στην πράξη.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο, τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα κατευθυνθούν σε μακροπρόθεσμες βιώσιμες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα και όχι για βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης, με προστιθέμενη παραγωγική αξία για την οικονομία, την απασχόληση, τις εξαγωγές, τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό. Θα έχουν επίσης θετικό προσδοκώμενο ποσοστό απόδοσης (θετική καθαρή παρούσα αξία) και θα χρησιμοποιηθούν με στοχευμένο τρόπο προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Εδώ και πολλά χρόνια επενδυτικοί οίκοι, οίκοι αξιολόγησης και διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν ότι υπάρχουν σοβαρά θεσμικά εμπόδια στην Ελλάδα, όπως στη δημόσια διοίκηση και στο σύστημα δικαιοσύνης που προκαλούν αντικίνητρα για επενδύσεις.
Προς αυτή την κατεύθυνση:
-Θα ολοκληρωθεί η μεταρρύθμιση της απλούστευσης των διαδικασιών αδειοδότησης σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, θα αναβαθμιστεί η εποπτεία της αγοράς, θα απλοποιηθούν περαιτέρω οι διαδικασίες μέσω της ψηφιοποίησης και θα ενοποιηθεί και κωδικοποιηθεί η νομοθεσία περί αδειών και επιθεωρήσεων.
-Θα επιταχυνθεί το σύστημα απονομής δικαιοσύνης μέσω μιας δέσμης μεταρρυθμίσεων όπως τη λειτουργία ειδικών τμημάτων για εκδίκαση εξειδικευμένων υποθέσεων επενδυτικού χαρακτήρα, την υπηρεσία για τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων για τη λειτουργία της δικαιοσύνης (JustStat), καθώς και αλλαγές στην οργανωτική δομή των δικαστηρίων.
-Θα υλοποιηθεί σχέδιο για την e-δικαιοσύνη που συμπεριλαμβάνει την αναβάθμιση των συστημάτων τήρησης αρχείων των δικαστηρίων, την ψηφιοποίηση αρχείων, την επέκταση συστημάτων πληροφορικής και την αναβάθμιση των δεξιοτήτων και των ψηφιακών δεξιοτήτων για δικαστές και το δικαστικό προσωπικό.
Ορισμένοι από τους υπόλοιπους άξονες του Σχεδίου για να κλείσει το επενδυτικό κενό σχετίζονται με:
- την εφαρμογή φορολογικών εργαλείων πιο φιλικών για την ανάπτυξη και βελτίωση της φορολογικής διοίκησης
-την προώθηση της έρευνας και καινοτομίας
-τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων
- τη δημιουργία ενός οικονομικού περιβάλλοντος που θα επιτρέπει σε επιχειρήσεις όλων των μεγεθών να μεγαλώνουν, να συνεργάζονται μεταξύ τους και να αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητές τους