Οι πολύμηνες αντιρρήσεις του Ματέο Ρέντσι σχετικά με τα σχέδια της κυβέρνησης για τον τρόπο επένδυσης των κεφαλαίων της ΕΕ εκτονώθηκαν χτες, όταν ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός ανακοίνωσε αργά το βράδυ ότι οι δυο υπουργοί και ο ένας υφυπουργός του κεντρώου κόμματός του, Italia Viva, παραιτούνται από την κυβέρνηση Κόντε.
Άλλο ένα κεφάλαιο του ιταλικού δράματος λοιπόν μόλις ξεκίνησε, καθώς ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε δεν έχει πλειοψηφία στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς την υποστήριξη του Italia Viva.
Παρά το γεγονός ότι οι ενέργειες του Ματέο Ρέντσι ήταν αναμενόμενες από την αρχή της εβδομάδας, οι αγορές δεν έχουν ασχοληθεί μέχρι στιγμής με τον ιταλικό κυβερνητικό γρίφο.
Ένας λόγος πιθανότατα να είναι το γεγονός ότι οι αγορές ποντάρουν σε αυτό που ήδη άφησε να εννοηθεί χτες ο Ρέντσι, ότι δηλαδή υπάρχει ακόμη περιθώριο για διάλογο αλλά με νέο κυβερνητικό πρόγραμμα.
Άλλωστε ο Ματέο Ρέντσι χτες κατέστησε σαφές ότι δεν θα συνεργαστεί, σε καμία περίπτωση, με «τις δυνάμεις της αντιευρωπαϊκής και εθνικιστικής δεξιάς», ενώ ξεκαθάρισε ότι δεν θεωρεί ότι η χώρα θα πάει σε πρόωρες βουλευτικές εκλογές, «διότι στο κοινοβούλιο υπάρχει η αναγκαία πλειοψηφία για να σχηματισθεί νέα κυβέρνηση... και δεν υπάρχει μόνο ένα όνομα για την πρωθυπουργία της χώρας».
Ουσιαστικά, άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί η κυβερνητική συνεργασία του με τα Πέντε Αστέρια, την κεντροαριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος και την Ιταλική Αριστερά, αλλά με διαφορετικό πρωθυπουργό.
Οι αγορές λοιπόν προς το παρόν παρακολουθούν με ψυχραιμία τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία καθώς πιθανότατα να βρεθεί μια λύση που θα γλυτώσει τη χώρα από μια άκαιρη εκλογική διαδικασία εν μέσω πανδημίας. Άλλωστε οι δύο κύριοι εταίροι της τρέχουσας κυβέρνησης -το Κίνημα Πέντε Αστέρων και το Δημοκρατικό Κόμμα- γνωρίζουν ότι οι πρώιμες δημοσκοπήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νίκη για την κεντροδεξιά αντιπολίτευση με επικεφαλής το κόμμα του Ματέο Σαλβίνι. Ο Ρέντσι γνωρίζει επίσης ότι το κόμμα του -που κυμαίνεται κάτω από το 3% στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις- πιθανότατα να μείνει εκτός βουλής στην περίπτωση νέων εκλογών.
Επομένως τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης έχουν πολύ περισσότερα οφέλη από την επιδίωξη μιας ευρείας κυβέρνησης εθνικής ενότητας με επικεφαλής έναν σεβαστό τεχνοκράτη -για παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι- από το να οδηγήσουν την χώρα στις κάλπες μια περίοδο που το δεύτερο κύμα της πανδημίας συνεχίζει να πλήττει σκληρά τη χώρα.
Μια παρατεταμένη πολιτική κρίση άλλωστε θα μπορούσε να βλάψει τη μαζική εκστρατεία εμβολιασμού της Ιταλίας και αυτό είναι μια παράμετρος που δεν αφήνει αδιάφορους τους πολιτικούς εμπλεκομένους, πόσο μάλλον από τη στιγμή που η Ιταλία ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που επλήγη από την COVID-19.
Σ’ αυτό ακριβώς ποντάρουν μέχρι στιγμής οι αγορές τόσο των ομολόγων όσο και των μετοχών. Χτες μάλιστα η απόδοση του ιταλικού δεκαετούς διαμορφώθηκε στο 0,5580, ενισχυμένη οριακά κατά 0,18%, ενώ η απόδοση του πενταετούς σημείωσε πτώση και διαμορφώθηκε στο -0,0554. Μόνο η τριετία έδειξε ελαφρύ στρες με άνοδο 1,88% και απόδοση -0,34.
Δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος της Ιταλίας ως προς το ΑΕΠ, είναι αναλογικά το υψηλότερο στη Ευρωζώνη μετά της Ελλάδας (αναμένεται να κινηθεί στα επίπεδα ρεκόρ 160% του ΑΕΠ για το 2020, το υψηλότερο ποσοστό στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας) η αγορά των ομολόγων της Ιταλίας θα είναι η πρώτη που θα προοιωνίσει τις καλές ή κακές πολιτικές εξελίξεις τις επόμενες ημέρες.
Παρά το γεγονός ότι η στήλη πιστεύει ότι η όποια αναταραχή θα είναι περιορισμένου βεληνεκούς εξαιτίας του αναχώματος των αγορών ομολόγων έκτακτης ανάγκης από την ΕΚΤ, οι συμμετέχοντες στον κόσμο των αγορών οφείλουν να παρακολουθούν με προσοχή τις διακυμάνσεις, τουλάχιστον μέχρι να περάσει η πολιτική τρικυμία.
Tα νούμερα, οι διαφωνίες και ο μπαλαντέρ
Ο κυβερνητικός συνασπισμός της Ιταλίας, από τότε που η χώρα χτυπήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020, προσαρμόζει διαρκώς τους οικονομικούς και δημοσιονομικούς στόχους.
Η συρρίκνωση της ιταλικής οικονομίας αναμένεται να ανέλθει στο 9% για το 2020 με παράλληλη διαμόρφωση του ελλείμματος πέριξ του 10,8% του ΑΕΠ, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών της Ιταλίας.
Δεδομένου ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι έχουν εκτροχιαστεί διεθνώς λόγω της πανδημίας, οι αγορές αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία τα νούμερα αυτά.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο τι θα γίνει με το υψηλότερο δημόσιο χρέος της ΕΕ σε απόλυτα νούμερα- ανέρχεται στα 2,5 τρισ. ευρώ- αν τα lockdowns δεν λάβουν τέλος πέριξ των αρχών του δεύτερου τριμήνου. Όπως ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξη του ο Λουίτζι Μαρατίν, επικεφαλής της οικονομικής επιτροπής στην ιταλική Βουλή: « Εάν η οικονομική ανάκαμψη είναι μικρή το 2021, τότε το χρέος κινδυνεύει να λάβει εκρηκτικές διαστάσεις την τρέχουσα χρονιά».
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ιταλικής Κεντρικής Τράπεζας, το ΑΕΠ της χώρας έχει πέσει στα επίπεδα του 1998 εξαιτίας της πανδημίας. Γι’ αυτό ακριβώς η Ιταλία θα λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης 85 δισ. επιχορηγήσεις και άλλα 124 δισ. ευρώ ως φθηνά δάνεια ώστε να μπορέσει να βοηθήσει το ΑΕΠ να ανασυσταθεί, οδηγώντας τη χώρα σε μια οικονομική αναγέννηση.
Η παγίδα στην διαχείριση των χρημάτων αυτών είναι η γνωστή: Θα χρησιμοποιηθούν για την αλόγιστη επέκταση του κρατικού τομέα και των κοινωνικών παροχών, ή θα βάλουν τα θεμέλια για το μέλλον, κατευθυνόμενα στην πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση και την καινοτομία;
Επιπλέον, η Ιταλία ιστορικά δεν αξιοποιεί ούτε το μισό των ευρωπαϊκών κονδυλίων εξαιτίας της πολύπλοκης γραφειοκρατίας. Απόδειξη το γεγονός ότι μεταξύ 2014 και 2020, μόνο το 40% των κονδυλίων που εγκρίθηκαν από τις Βρυξέλλες για έργα, αξιοποιήθηκαν στην Ιταλία.
Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζουζέπε Κόντε, λαμβάνοντας υπόψιν τις παθογένειες της χώρας του και προσπαθώντας να εναρμονιστεί με τους στόχους της ΕΕ, πρότεινε την ιδέα μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων και όχι το ιταλικό κοινοβούλιο ν’ αποφασίσει για την απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, γεγονός που ύψωσε κάθετα την ένταση της πολιτικής αντιπαράθεσης όσον αφορά την χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Οι τόνοι ανέβηκαν περαιτέρω όταν το ιταλικό Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε πρόσφατα ότι η μείωση του ιταλικού δημόσιου χρέους θα εξακολουθήσει να αποτελεί προτεραιότητα μόλις τελειώσει η επιδημία, υπονοώντας ότι θα χρησιμοποιηθούν μεν ευρωπαϊκά κονδύλια για τη στήριξη της οικονομίας, αλλά θα συνοδευτούν από μειώσεις σε άλλες μορφές δημοσίων δαπανών.
Πέραν της αντίρρησης πολλών κομμάτων για μια τέτοια προοπτική, πολλοί οικονομολόγοι επίσης θεωρούν ότι η πολιτική συζήτηση στην Ιταλία επικεντρώνεται υπερβολικά στην ανάγκη αποφυγής περαιτέρω αυξήσεων του δημόσιου χρέους, καθώς στην τελευταία πώληση δημόσιων ομολόγων σε σύντομη διάρκεια, η ζήτηση της αγοράς ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά, ακόμη και με αρνητικά επιτόκια. Όσο η ΕΚΤ διατηρεί το PEPP της σε λειτουργία, η ιταλική κυβέρνηση δεν πρόκειται ν’ αντιμετωπίσει προβλήματα κατά τη λήψη κεφαλαίων από τις αγορές.
Αυτό είναι γεγονός, όμως ο μπαλαντέρ της φθηνής ρευστότητας προϋποθέτει ηλιόλουστες μέρες στις αγορές, κάτι που δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι θα υπάρχει στον αιώνα των άπαντα.
Επιπλέον, αυτό που θα πρέπει να αποφασίσουν οι Ιταλοί, είναι ποιο είναι το όραμα για τη χώρα τους και κατ’ επέκταση για τη ζωή τους. Τα χρήματα της ευρωπαϊκής βοήθειας, που για πρώτη φορά προέρχονται από κοινή ανάληψη χρεών, προορίζονται στην πραγματικότητα για την οικονομική αναγέννηση της Ιταλίας. Είναι μια επιλογή όμως που οι ίδιοι οι Ιταλοί θα πρέπει να κάνουν για την χώρα τους.
* * *
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.