Η αναταραχή που ξέσπασε τον Μάρτιο στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ προκάλεσε πολλές συζητήσεις σχετικά με το τι την προκάλεσε και τις ευθύνες των διοικήσεων των τραπεζών που αντιμετώπισαν προβλήματα και πιθανώς και των εποπτικών αρχών. Εκτός από αυτό όμως, έκανε πολλούς να πιθανολογήσουν πως μπορεί να έχει ως παράπλευρη συνέπεια την αλλαγή της χρηματοδοτικής πολιτικής των τραπεζών στις ΗΠΑ.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο ίδιος ο διοικητής της Fed Τζέι Πάουελ, ο οποίος εκτίμησε δημοσίως πως η αλλαγή της πολιτικής χορηγήσεων προς το αυστηρότερο θα έχει αρνητικά αποτελέσματα στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Ακόμα είναι πολύ νωρίς να πούμε αν η εκτίμηση του διοικητή Πάουελ και των άλλων αξιωματούχων της Fed θα αποδειχθεί σωστή, αλλά ανεξάρτητα από αυτό, είναι σίγουρο πως έχει ξεκινήσει μία σχετική συζήτηση. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η απροθυμία, για οποιονδήποτε λόγο, κάποιων τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια; Μπορεί κάποιος να αναπληρώσει αυτό το κενό;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι καταφατική. Υπάρχει εναλλακτικός τρόπος χρηματοδότησης και βέβαια δεν αναφερόμαστε στις αγορές μετοχών και ομολόγων. Εδώ και αρκετά χρόνια έχει ξεκινήσει η δραστηριοποίηση μεγάλων επενδυτικών επιχειρήσεων του τύπου του Private Equity, οι οποίες συγκεντρώνουν χρήματα από τους επενδυτές με τους οποίους συνεργάζονται για αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
Την παροχή δανεισμού απ’ ευθείας σε ενδιαφερόμενους δανειολήπτες χωρίς την μεσολάβηση τραπεζικών ιδρυμάτων και έξω από τον έλεγχο των αρχών που εποπτεύουν την λειτουργία των τραπεζών. Μεγάλα ονόματα, όπως η Apollo Global Management, η Ares Management, η Blackstone, και η KKR έχουν συγκεντρώσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια με σκοπό την παροχή δανείων σε επιχειρήσεις (κυρίως) που δυσκολεύονται να βρουν τράπεζες πρόθυμες να το κάνουν.
Από σχετικά άρθρα των New York Times και του Bloomberg, μαθαίνουμε πως οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του εξωτραπεζικού δανεισμού (nonbank lending ή private credit) έχουν συγκεντρώσει σε παγκόσμιο επίπεδο κοντά στα 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών των χρημάτων, περίπου 850 δισεκατομμύρια δολάρια, να έχει μαζευτεί για δανεισμό στην Βόρειο Αμερική. Και τα δύο άρθρα στα οποία αναφερθήκαμε χρησιμοποίησαν στοιχεία της βρετανικής εταιρείας παροχής οικονομικών δεδομένων Preqin.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Preqin, το 2015 τα χρήματα που είχαν συγκεντρώσει οι nonbank lenders ανά τον κόσμο ανέρχονταν στα 500 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εταιρεία αναμένει πως η ανάπτυξη αυτού του κλάδου θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια και υπολογίζει πως το μέγεθός του θα ανεβεί προς τα 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2027. Αυτό το ποσό ακούγεται εξαιρετικά μεγάλο αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικά χαμηλότερο από τα ποσά που δανείζουν οι τράπεζες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Fed, το σύνολο των δανείων που έχουν χορηγήσει οι αμερικανικές εμπορικές τράπεζες ανερχόταν κοντά στα 12 τρισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του Μαρτίου.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως αυτός ο νέος τρόπος χορήγησης δανείων δεν πρέπει να μας απασχολήσει. Κατά τους υπολογισμούς του Bloomberg, τα 1,4 τρισεκατομμύρια δολάρια που δανείζουν οι nonbank lenders είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με το σύνολο των δανείων χαμηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης (junk bonds) που έχουν χορηγηθεί σε εταιρείες στις ΗΠΑ. Μιλάμε δηλαδή για μεγάλα ποσά που όπως είδαμε παραπάνω σύντομα θα γίνουν ακόμα πιο μεγάλα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να δούμε μία επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης αυτής της νέας βιομηχανίας στην περίπτωση που επαληθευθούν οι εκτιμήσεις του διοικητή Πάουελ και των συναδέλφων του στην Fed σχετικά με την αλλαγή των κριτηρίων χρηματοδότησης από την μεριά των εμπορικών τραπεζών.
Ο δανεισμός αυτού του τύπου συνήθως δεν συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας, όμως τους τελευταίους μήνες έχουν γίνει γνωστές μερικές περιπτώσεις χορήγησης δανείων μεγάλου ύψους. Μία συγγενής εταιρεία της Apollo Global Management, η Atlas SP Partners, χορήγησε πολύ πρόσφατα δάνειο 1,4 δισεκατομμυρίων στην περιφερειακή τράπεζα PacWest η οποία έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση.
Το 2022, μία ομάδα κάτω από τον συντονισμό του τμήματος private credit της Blackstone, χορήγησε δάνειο ύψους 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε τρεις επενδυτικές εταιρείες που αγόρασαν την εταιρεία παραγωγής λογισμικού Zendesk. Η δραστηριότητα αυτή φαίνεται πως είναι αρκετά προσοδοφόρα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Όπως αναφέρουν οι New York Times, οι αποδόσεις που έχουν πετύχει οι επιχειρήσεις παροχής ιδιωτικού δανεισμού από το 2000 μέχρι τώρα είναι σημαντικά ανώτερες από τις αντίστοιχες αποδόσεις των δανείων που χορηγούν οι εμπορικές τράπεζες.
Αυτό εξηγεί πιθανότατα και την σημαντική ανάπτυξη του κλάδου, όπως και τις εκτιμήσεις για την περαιτέρω μεγέθυνσή του. Το ρεπορτάζ των New York Times αναφέρει πως ένας τομέας στον οποίον πιθανολογείται πως θα δραστηριοποιηθούν έντονα τα επόμενα χρόνια οι εταιρείες παροχής ιδιωτικού δανεισμού είναι αυτός της ακινήτων εμπορικής χρήσης, καθώς τα επόμενα δύο χρόνια θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν δάνεια ύψους 1,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων κατ’ ελάχιστον. Το ενδεχόμενο αυτό γίνεται ακόμα πιο πιθανό δεδομένου του ότι στον συγκεκριμένο τομέα ήταν πολύ δραστήριες οι αμερικανικές περιφερειακές τράπεζες που όλοι γνωρίζουμε πως έχουν βρεθεί σε δύσκολη θέση.
Η ανάπτυξη της δραστηριότητας ιδιωτικού δανεισμού, σε συνδυασμό με το γεγονός πως παραμένει έξω από τον έλεγχο και την εποπτεία των αρχών που επιβλέπουν τις εμπορικές τράπεζες, έχει αρχίσει να προκαλεί αρκετές συζητήσεις. Απευθυνόμενος προς τους μετόχους της τράπεζας που διοικεί, ο Τζέιμι Ντάιμον της JPMorgan Chase έκανε μία σύντομη αναφορά στις «σκιώδεις τράπεζες», επισημαίνοντας πως δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα θέλουν να βοηθήσουν τους πελάτες τους σε δύσκολες περιόδους. Κατά τον Ντάιμον, αυτό είναι ένα από τα πλεονεκτήματα των παραδοσιακών τραπεζών, οι οποίες δεν εγκαταλείπουν τους πελάτες τους.
Ένα άλλο σημείο προβληματισμού είναι το γεγονός πως τα επιτόκια που χρεώνουν αυτές οι σκιώδεις τράπεζες προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είναι μάλλον πιο υψηλά από αυτά των εμπορικών τραπεζών. Οι επιχειρήσεις αυτές όμως δεν έχουν και πολλές επιλογές καθώς οι σκιώδεις τράπεζες κινούνται πολύ πιο γρήγορα και ικανοποιούν αμέσως τις χρηματοδοτικές ανάγκες αυτών των δανειοληπτών. Η μεγαλύτερη ανησυχία όμως έχει σχέση με το ότι οι καλές επιδόσεις και αποδόσεις των εταιρειών παροχής ιδιωτικού δανεισμού έχουν σημειωθεί κατά την διάρκεια μίας περιόδου που τα επιτόκια παρέμεναν σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Αυτό σημαίνει πως δεν έχουν δοκιμαστεί σε μία περίοδο όπως η τωρινή, με τα επιτόκια να ανεβαίνουν και τις συνθήκες χρηματοδότησης στην οικονομία να γίνονται πιο σφιχτές. Πιθανότατα αυτή η ανησυχία να εξηγεί και το αυξανόμενο ενδιαφέρον που αρχίζουν να δείχνουν οι αρχές και οι εποπτικοί οργανισμοί. Η υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλεν δήλωσε πρόσφατα πως θα επιθυμούσε την υπαγωγή των σκιωδών τραπεζών στις επιχειρήσεις συστημικού χαρακτήρα προκειμένου να γίνει πιο εύκολος ο έλεγχός τους.
Από την μεριά του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επισήμανε πριν έναν μήνα πως το σφίξιμο των οικονομικών συνθηκών αρχίζει να φέρνει στην επιφάνεια τις αδυναμίες των μη τραπεζικών ιδρυμάτων που παρέχουν δάνεια και πρότεινε διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση πιθανών κινδύνων από τις δραστηριότητές τους. Από την μεριά τους, αυτές οι εταιρείες υποστηρίζουν πως ο κίνδυνος που διατρέχουν από την λειτουργία τους είναι σαφώς μικρότερος από αυτόν που διατρέχουν οι τράπεζες, καθώς δεν δέχονται καταθέσεις πελατών και δεν χρησιμοποιούν εργαλεία χρηματοοικονομικής μόχλευσης. Αυτό τουλάχιστον ανέφερε στους αναλυτές ο επικεφαλής της Blackstone Στηβ Σβάρτσμαν.
Όπως πάντα, όταν κάτι νέο αρχίζει να γίνεται όλο και πιο διαδεδομένο οι γνώμες που ακούγονται είναι πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους. Έτσι και στην περίπτωση του εξωτραπεζικού δανεισμού ακούμε φωνές που υποστηρίζουν πως αποτελεί μία καλή, γρήγορη και ασφαλή λύση για τους δανειολήπτες και την οικονομία. Ακούμε όμως και φωνές που επισημαίνουν τους πιθανούς κινδύνους και ζητούν την λήψη μέτρων πριν χρειαστεί να το μετανιώσουμε.
Και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο σε κάποια σημεία αλλά δεν ξέρουμε ποιοι θα φανούν περισσότερο πειστικοί και αν αυτός ο σχετικά νέος κλάδος της οικονομίας θα καταφέρει να μείνει έξω από το πεδίο ελέγχου και εποπτείας των αρχών. Μας φαίνεται όμως βέβαιο πως θα συνεχίσει να αναπτύσσεται γρήγορα, πράγμα που μάλλον σημαίνει πως σύντομα θα προσελκύσει το ενδιαφέρον και άλλων πολιτικών, νομοθετών και εποπτικών αρχών.