Πώς μας επηρεάζει η «άμπωτη» στην αγορά ομολόγων

Πώς μας επηρεάζει η «άμπωτη» στην αγορά ομολόγων

Ακόμη μεγαλύτερη επιτάχυνση της διαδικασίας εμβολιασμού του πληθυσμού για να έρθει ακόμη πιο γρήγορα η ανάκαμψη και παράλληλα στήριξη της οικονομίας καθώς θα ανακάμπτει για να είναι ταχύτερη η μεγέθυνση του ΑΕΠ, επιβάλλει η αιφνίδια άνοδος αποδόσεων που σημειώνεται τις τελευταίες εβδομάδες στις αγορές.  

Η απότομη… μεταβολή των υδάτων τρόμαξε τους επενδυτές με αποτέλεσμα να καταγράφονται εκροές κεφαλαίων από την αγορά ομολόγων της τάξης των 15 δισ. δολαρίων εβδομαδιαίως, που είναι οι μεγαλύτερες εδώ και ένα χρόνο. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που σημειώνεται μία τόσο απότομη «άμπωτη» στην αγορά ομολόγων. Η εμπειρία δείχνει ότι η τάση που ξεκινά ως μία ήπια διόρθωση (όσο αυξάνονται οι αποδόσεις υποχωρούν οι τιμές των ομολόγων) μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε ένα ξέσπασμα που θα έχει ευρύτερες, παγκόσμιες επιπτώσεις. 

Ο λόγος απλός: Σε μία συγκυρία που όλες ανεξαιρέτως οι οικονομίες χρειάζεται να αντλήσουν πόρους αφενός για να καλύψουν τις ανάγκες της πανδημίας και αφετέρου για να στηρίξουν την ανάκαμψη, είναι σαφές ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο της Oxford Economics, η παγκόσμια οικονομία θα χάσει εξαιτίας της ανόδου των αποδόσεων τουλάχιστον 450 δισ. δολάρια. Από αυτά, περίπου τα 200 δισ. δολάρια αφορούν στις απώλειες του ΑΕΠ των ΗΠΑ έως το 2022.

Υπάρχει τρόπος να αντισταθμιστεί ο αντίκτυπος; Ναι είναι απάντηση, αρκεί να δούμε ισχυρή και γρήγορη ανάπτυξη. Για να έρθει όμως η ανάκαμψη και να είναι ισχυρή θα πρέπει να επιταχυνθούν οι εμβολιασμοί, να γίνει σωστή διαχείριση της πανδημίας και παράλληλα να μην αποσυρθούν τα μέτρα στήριξης. 

Η άνοδος των αποδόσεων δεν συνεπάγεται μόνο αύξηση του κόστους δανεισμού. Υπάρχουν και οι έμμεσες επιπτώσεις, όπως ένα πιθανό παγκόσμιο sell-off στα χρηματιστήρια, μεγάλες εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες και αναγκαστική δημοσιονομική σύσφιξη σε κάποιες χώρες. 

Αυτό που συμβαίνει στην αγορά ομολόγων είναι ότι αυξάνεται το «term premium», ήτοι η διαφορά μεταξύ της απόδοσης των μεγαλύτερων σε διάρκεια ομολόγων και των βραχυπρόθεσμων τίτλων (στην ουσία είναι το επιπλέον επιτόκιο που ζητούν οι επενδυτές για να έχουν στην κατοχή τους χρέος για περισσότερο χρόνο). Το term premium για τα αμερικανικά ομόλογα διαμορφώνεται σήμερα στις 45 μονάδες βάσης, όταν ο μακροπρόθεσμος μέσος όρος είναι στις 111 μονάδες βάσης, που σημαίνει ότι έχει ακόμη περιθώρια ανόδου. 

Ενώ στις αρχές του 2021 οι εκτιμήσεις της αγοράς έβλεπαν την απόδοση του αμερικανικού 10ετούς στο 1,5%-1,6% στο τέλος του έτους, η άνοδος ήρθε πολύ πιο γρήγορα. Αναλυτές, μάλιστα, εκτιμούν ότι οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν… ανηφόρα μπροστά τους, παρά τις δεσμεύσεις των κεντρικών τραπεζών για διατήρηση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής για όσο χρειαστεί. 

Ενδεικτική είναι η χθεσινή εκτίναξη του αμερικανικού 10ετούς στο 1,75%, ενώ είχε προηγηθεί η υπόσχεση του Τζερόμ Πάουελ να στηρίξει την οικονομία μέχρι να παγιωθεί η ανάπτυξη. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι δεν αποκλείεται να δούμε το κόστος δανεισμού της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη να εκτοξεύεται στην περιοχή του 2,2%-2,5%, συμπαρασύροντας σε περαιτέρω άνοδο τις αποδόσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Ο αντίκτυπος για την Ευρώπη εκτιμάται στις 50 μονάδες βάσης που σημαίνει ότι η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θα μπορούσε να εκτιναχθεί στο 1,5%. Στο μεταξύ, ωστόσο, η επιτάχυνση του QE Πανδημίας αναμένεται να οδηγήσει σε μείωση του spread, συγκρατώντας περισσότερο τις υψηλότερες αποδόσεις όπως των ελληνικών και ιταλικών ομολόγων. Επομένως, τα απόμενα από τις ΗΠΑ θα επηρεάσουν περισσότερο το κόστος δανεισμού της Γερμανίας και των χωρών του πυρήνα. 

Συμπερασματικά, οι επιπτώσεις της «άμπωτης» (υποχωρούν οι τιμές των ομολόγων) δεν είναι αμελητέες, ούτε όμως και άκρως ανησυχητικές για τις οικονομίες. Είναι περισσότερο απτές για τους ομολογιούχους. Για παράδειγμα, όσοι έχουν στην κατοχή τους αμερικανικά 10ετή ομόλογα έχουν χάσει ήδη 9% τις τελευταίες εβδομάδες, που είναι παρόμοιες απώλειες με το 2013 και από τις μεγαλύτερες των τελευταίων 30 ετών.