Οι πρόσφατες προβλέψεις της Ε.Ε. θεωρούν ότι η χώρα μας το 2022 θα επιτύχει αύξηση του ΑΕΠ κατά 6% περίπου, όταν στο μέσο όρο της Ευρωζώνης η αύξηση θα είναι μόνο 3% περίπου. Ας σημειωθεί ότι το 2022 η γερμανική οικονομία θα παρουσιάσει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,6%. Όσον αφορά στο 2023 η αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται στη χώρα μας και πάλι υψηλότερη του μέσου όρου της Ευρωζώνης με 1% περίπου στην Ελλάδα έναντι 0,3%, στην Ευρωζώνη ενώ για το 2024 αντίστοιχα ποσοστά αναμένονται να είναι 2% και 1,5%.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, παρότι σημειώνεται σημαντική αποκλιμάκωση στη χώρα μας, από 12% τον Σεπτέμβριο στο 9% τον Οκτώβριο, στο σύνολο του έτους 2022 ο πληθωρισμός εκτιμάται στο 10% έναντι 8,5% στην Ευρωζώνη, πράγμα που είναι αναμενόμενο καθώς η ζήτηση στην Ελλάδα συνέχισε να είναι πιο ισχυρή το 2022, τόσο για κατανάλωση όσο και για επενδύσεις, συγκρινόμενη μ’ αυτή στην Ευρωζώνη, ενώ αναμένεται αποκλιμάκωση το 2023 στο 6%.
Σχετικά με την ανεργία, σημειώνεται μεγάλη μείωση στη χώρα μας από 17% το 2019 σε 12,6 % το 2022 ενώ την επόμενη χρονιά το 2023 αναμένεται να μείνει σταθερή, παρά τη χαμηλότερη αύξηση του ΑΕΠ. Ακόμη πιο σημαντική εξέλιξη είναι η μεγάλη μείωση του δημόσιου χρέους ,που από 196 % του ΑΕΠ το 2021 θα φθάσει στο 171% του ΑΕΠ το 2022 και θα μειωθεί ακόμη περισσότερο το 2023 στο 161% και το 2024 στο 157 % του ΑΕΠ. Προφανώς, η εξέλιξη αυτή οφείλεται τόσο στις αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στην αύξηση του πληθωρισμού καθώς η αύξηση του ΑΕΠ επηρεάζεται από την άνοδο των τιμών, ενώ το χρέος παραμένει σταθερό, με αποτέλεσμα τη μείωση της σχέσης μεταξύ τους.
Ακόμη, ο Προϋπολογισμός του 2023 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ και ακόμη υψηλότερο τα επόμενα χρόνια , ενώ οι δανειακές ανάγκες της χώρας δεν αναμένονται σημαντικές και συνεπώς η άνοδος των επιτοκίων του διεθνούς δανεισμού της (το δεκαετές ομόλογο στο 4,5% περίπου,) ως αποτέλεσμα της περιοριστικής πολιτικής της ΕΚΤ , δεν θα επιβαρύνει σοβαρά την ελληνική οικονομία.
Οι αναπτυξιακές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, που της επιτρέπουν να «γλιτώσει» την επερχόμενη ύφεση στην Ευρωζώνη, οφείλονται κυρίως στην αύξηση της κατανάλωσης, των επενδύσεων και των εξαγωγών κυρίως τουριστικών υπηρεσιών. Η αύξηση της κατανάλωσης οφείλεται, τόσο στη γενναιόδωρη αντιμετώπιση της πανδημικής και της ενεργειακής κρίσης με κρατικά επιδόματα που ξεπερνούν τα 60 δις τα τελευταία χρόνια, όσο και στην αύξηση της απασχόλησης, η οποία αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα και τις καταθέσεις.
Επιπλέον η δομή της απασχόλησης στη χώρα μας (60% μισθωτοί και 40% μη μισθωτοί) σε σύγκριση με τις βορειότερες (90% μισθωτοί 10% μη μισθωτοί) επιτρέπει τη διατήρηση των εισοδημάτων των μη μισθωτών , καθώς τα εισοδήματα τους δεν χάνουν την αγοραστική τους δύναμη ,όπως οι σταθεροί μισθοί, επειδή μπορούν συνήθως να αυξάνονται στο ύψος του πληθωρισμού.
Όσον αφορά στις επενδύσεις, σημαντικό ρόλο έχει διαδραματίσει η επενδυτική πολιτική των τελευταίων τριών ετών, αλλά και η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Τ.Α.Α). Υπολογίζεται, ότι έχουν εγκριθεί επενδυτικά σχέδια ύψους 13,5 δις και ήδη έχει εκταμιευθεί ποσό 1,7 δις ευρώ από το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων, ενώ από τα δάνεια του Τ. Α. Α. έχουν εκταμιευθεί το 3,5 δις. Είναι προφανές ότι η εισροή κεφαλαίων για επενδύσεις έχει μεγάλη σημασία, όχι μόνο για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, που έχει αρχίσει να διευρύνεται, παρά την μεγάλη αύξηση των εξαγωγών κυρίως υπηρεσιών , αλλά και για την αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι νέες επενδύσεις είναι συνήθως φορείς νέας τεχνολογίας.
Τέλος, όσον αφορά το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων (κόκκινων δανείων) σημειώνεται μεγάλη μείωση τα τελευταία χρόνια, καθώς το 2022 έχει φθάσει στο 10% στις συστημικές τράπεζες με θετικά αποτελέσματα για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος. Ωστόσο, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού επιβαρύνει τους δανειολήπτες με κίνδυνο αύξηση και πάλι των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ομαλή ανοδική πορεία, η οποία όμως δεν έχει ακόμη διαχυθεί στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Σημαντικά κοινωνικά στρώματα υποφέρουν από την άνοδο των τιμών , ενώ ένα μεγάλο μέρος Ελλήνων αγροτών ασθμαίνει , λόγω της μεγάλης αύξησης της τιμής των καυσίμων, των λιπασμάτων και των ζωοτροφών, ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα με επιδόματα προς τα ασθενέστερα εισοδηματικά στρώματα, χωρίς οριζόντιες μειώσεις ΦΠΑ μέσα στο πλαίσιο της δημοσιονομικής δυνατότητας που της επιτρέπει η αύξηση των φορολογικών εσόδων, λόγω της αναπτυξιακής δυναμικής, χωρίς να παρασύρεται από το προεκλογικό κλίμα της περιόδου. Το ζητούμενο είναι οι επερχόμενες εκλογές, εξαιτίας των δυσκολιών που δημιουργεί η απλή αναλογική για το σχηματισμό μιας ισχυρής κυβέρνησης, να μην διαταράξουν το θετικό αναπτυξιακό κλίμα που έχει δημιουργηθεί και έχει ανάγκη η χώρα μας μέσα στην παγκόσμια αβεβαιότητα.
*Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι Καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας, κάτοχος της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τ. Υπουργός, τ. Αντιπρύτανης