Μια νέα γενιά χρεών σε εφορία, ταμεία και τράπεζες έχει δημιουργήσει η πανδημία, σε ένα φαινόμενο το οποίο στην πλήρη εξέλιξή του θα γίνει αισθητό το 2021, όταν θα τερματιστούν τα όποια προγράμματα αναστολής πληρωμών και ελαφρύνσεων. Η μοναδική λύση για να μειωθεί το δυσβάσταχτο ιδιωτικό χρέος που μας κληρονόμησε η κρίση της περασμένης δεκαετίας αλλά και ο νέος όγκος υποχρεώσεων που γεννάει η πανδημία είναι να επιτύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης που θα μας επιτρέψουν να φτάσουμε στο ΑΕΠ του 2008 μέχρι το 2030. Κάτι που σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα είναι απολύτως εφικτό.
Μόνο στις τράπεζες τα κόκκινα δάνεια αναμένεται να αυξηθούν κατά 8-10 δισ. ευρώ, την ώρα που η κυβέρνηση καλείται να αποφασίσει για το σχήμα ή τα σχήματα που θα εφαρμοστούν μετά τον «Ηρακλή». Παράλληλα και σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στο γ’ τρίμηνο του έτους τα χρέη προς εφορία και ταμεία αυξήθηκαν κατά 2,1 δισ. ευρώ και 400 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Συνολικά, τα ληξιπρόθεσμα χρέη δανειοληπτών, φορολογούμενων και ασφαλισμένων ξεπερνούν τα 220 δισ. ευρώ, με τα 106 δισ. να είναι χρέη προς την εφορία και περίπου 96 δισ. σε δάνεια. Είναι χρέη των οποίων δεν συζητείται η διαγραφή τους ενώ ακόμα και αν δεν είχε ξεσπάσει η πανδημική κρίση, θα μιλούσαμε για ιδιωτικό χρέος άνω των 200 δισ. ευρώ.
Είτε εφαρμοστεί ένας «Ηρακλής ΙΙ» μαζί με τη λύση της bad bank, είτε δοθεί η δυνατότητα 100, 200 και περισσότερων δόσεων για τη ρύθμιση των χρεών σε εφορία και ταμεία, το πρόβλημα απλώς μετατίθεται στο μέλλον με αποτέλεσμα αν δεν «διευθετηθεί» να επιβαρύνει την επόμενη γενιά ή τις επόμενες γενιές με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν και το παράδειγμα των τραπεζών είναι χαρακτηριστικό. Ας υποθέσουμε ότι αύριο το πρωί όλα τα κόκκινα δάνεια που υπάρχουν σήμερα στους ισολογισμούς των εγχώριων τραπεζικών ιδρυμάτων, τα οποία υπολογίζονται στα 58,7 δισ. ευρώ με στοιχεία Σεπτεμβρίου, πωλούνταν σε funds ή μεταφέρονταν σε μία bad bank. Αυτό θα σήμαινε ότι οι τράπεζες θα «καθάριζαν» όμως το βάρος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα παρέμενε και μάλιστα αμείωτο.
Το απόθεμα των τραπεζικών χρεών όλα αυτά τα χρόνια έχει μειωθεί κατά περίπου 20 δις. ευρώ κυρίως λόγω των διαγραφών στις οποίες έχουν προβεί οι τράπεζες καίγοντας στην ουσία κεφάλαια. Εκτός από τα 58,7 δισ. ευρώ που βαρύνουν τις τράπεζες, υπάρχουν και άλλα δάνεια ύψους περίπου 38 δισ. ευρώ που έχουν στην κατοχή τους οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, η πραγματική οικονομία χρωστάει δάνεια 96 δισ. ευρώ ανεξάρτητα αν αυτά βρίσκονται στις τράπεζες ή σε εταιρείες διαχείρισης.
Επειδή λοιπόν τα δάνεια αυτά δεν θα διαγραφούν και αν κάποια διαγραφούν θα αντιστοιχούν μόλις σε ένα πολύ μικρό ποσοστό τους, η μοναδική ρεαλιστική λύση είναι η ανάπτυξη και η αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών. Μόνο αν το ΑΕΠ τρέχει με σημαντικούς ρυθμούς μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλασιαστικά οφέλη που θα φτάσουν έως την αποπληρωμή χρεών.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, παρουσίασε χθες, κατά την ομιλία του στο συνέδριο Capital Link, τη μοναδική λύση για τη μείωση των ιδιωτικών χρεών. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε ταχεία ανάπτυξη με μέσο ρυθμό της τάξης του 3,5% για την επόμενη δεκαετία, τόνισε ο Γ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, που παρουσιάστηκαν στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική του Δεκεμβρίου 2020, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης θα αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,3% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, πρωτίστως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων. Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και σε υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη την επόμενη δεκαετία.
Έτσι, λοιπόν, ένας μέσος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ 3,5% ετησίως την περίοδο 2021-2030 κρίνεται εφικτός, δεδομένου ότι οι πόροι που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2021-2027 από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το Ταμείο Ανάκαμψης ανέρχονται σε περίπου 72 δισ. ευρώ.
Με δεδομένο δε, ότι με βάση τις εκτιμήσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού το ελληνικό ΑΕΠ θα διαμορφωθεί κοντά στα 170 δισ. ευρώ το 2021, μία μέση ανάπτυξη της τάξης του 3,5% έως το 2030 θα φέρει πλούτο 70 δισ. ευρώ με το ΑΕΠ να ενισχύεται πάνω από τα 240 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας ακόμη και το επίπεδο του 2008.