Ο «ξαφνικός έρωτας» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Ελλάδα όπως αποτυπώνεται στην τελευταία έκθεση του Ταμείου που δημοσιοποιήθηκε χθες... κάθε άλλο παρά ξαφνικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Οι απόψεις του Ταμείου για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις πολιτικές που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση δεν θυμίζουν προφανώς σε τίποτε την «πύρινη φρασεολογία» που χρησιμοποιούσε την περίοδο των μνημονίων. Όμως για όποιον παρακολουθεί από κοντά τα τεκταινόμενα, η μεταστροφή αυτή του ΔΝΤ κάθε άλλο παρά ξαφνική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Η τελευταία Έκθεση είναι μάλλον η πιο θετική, σηματοδοτώντας το «αποκορύφωμα» μίας μεταστροφής του Ταμείου που ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια περίπου, και οικοδομείται έκτοτε.
Οι λόγοι για την αλλαγή αυτή στάσης του ΔΝΤ είναι κατά βάση δύο. Ο πρώτος είναι ότι η Ελλάδα είναι πλέον ένας «από τους καλύτερους πελάτες» του ΔΝΤ. Το ΔΝΤ όπως κατά καιρούς φρόντιζαν να μας θυμίζουν οι εκπρόσωποι του εντός και εκτός Ελλάδος, κυρίως όταν διαπίστωναν ότι το Δημόσιο Χρέος δεν ήταν βιώσιμο, ενδιαφέρεται να πάρει πίσω τα χρήματα τους.
Η κυβέρνηση με δύο κινήσεις πρόωρης αποπληρωμής της οφειλής μας προς το ΔΝΤ έδειξε η χώρα όχι μόνο είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της, αλλά επιθυμεί την γρήγορη εξόφληση του χρέους της. Η πρώτη δόση πρόωρης εξόφλησης 2,7 δισ. ευρώ αποφασίστηκε το Νοέμβριο του 2019 και η δεύτερη δόση των 3,4 δις. ευρώ τον Μάρτιο του 2021 μεσούσης μάλιστα της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία.
Ο δεύτερος λόγος αφορά στο ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο καλός πελάτης και ένας από τους καλύτερους μαθητές του. Παρά τη βαθειά κρίση στην οποία εισήλθε η χώρα επί μια ολόκληρη δεκαετία, κατόρθωσε τελικά να σταθεί στα πόδια της.
Με αιματηρές θυσίες βέβαια η Ελλάδα αποτέλεσε υπόδειγμα δημοσιονομικής προσαρμογής εμφανίζοντας μέχρι να ξεσπάσει η κρίση πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της.
Το νοικοκύρεμα στα δημόσια οικονομικά σε συνδυασμό με την απόφαση του Eurogroup, επανέφεραν το Δημόσιο Χρέος σε τροχιά βιωσιμότητας, ανοίγοντας έτσι – και με τη βοήθεια της ΕΚΤ – την πόρτα της Ελλάδος στις διεθνείς αγορές. Λίγους μήνες πριν η Ελλάδα κατάφερε να δανειστεί με σταθερό επιτόκιο οντά στο 1% για 30 χρόνια!
Παράλληλα μετά από «προτροπές» ή «ηχηρά καμπανάκια» που ηχούσαν κάθε φορά που το ΔΝΤ δημοσιοποιούσε μία Έκθεση του, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μία «μεταρρυθμιστική κουλτούρα».
Είναι γεγονός ότι η χώρα με το τρίτο μνημόνιο υποχρεώθηκε από το 2015 να αποδεχθεί μία σειρά επώδυνων μεταρρυθμίσεων σε ασφαλιστικό και εργασιακές σχέσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αντιστάθμισαν τα αποτελέσματα της ολέθριας διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Πλέον οι μεταρρυθμίσεις με τις οποίες ασχολείται το ΔΝΤ - όπως φαίνεται στην τελευταία Έκθεση - συνδέονται κυρίως με πρωτοβουλίες που πρέπει να αναλάβει η χώρα προκειμένου να μην χάσει πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και αφετέρου να γίνει κατά το δυνατόν η καλύτερη αξιοποίηση τους.
Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί ίσως πλέον την μοναδική πηγή «γκρίνιας» για το ΔΝΤ. Άλλωστε το Ταμείο ήταν ανέκαθεν πιο «σκληρό» στις εκτιμήσεις του για τις τράπεζες – και ενδεχομένως πιο κοντά στην πραγματικότητα – σε σύγκριση με τους υπολοίπους εταίρους της Τρόικας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ΔΝΤ).
Στην τελευταία Έκθεση το ΔΝΤ εμφανίζεται προβληματισμένο για την ποιότητα του Ενεργητικού των τραπεζών, διότι όπως διαπιστώνει η «ανάρρωση» των τραπεζών γίνεται με αργό ρυθμό. Οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν «εύκολο στόχο κριτικής» καθώς διαθέτουν μακράν τα περισσότερα κόκκινα δάνεια στην Ευρωζώνη.
Όμως και στον τομέα αυτό το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι χάρη στην Ηρακλή έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στην μείωση τους. Ωστόσο σημειώνει ότι παραμένει το αγκάθι του υψηλού αναβαλλόμενου φόρου, συστήνοντας στην Κυβέρνηση να ξανακοιτάξει την πρόταση της Τραπέζης της Ελλάδος.