Η Ελλάδα το 2024 μπορεί να έχει ένα ΑΕΠ στα επίπεδα των 200 δισ. ευρώ. Το οποίο θα προκύψει όχι από την αυξημένη κατανάλωση των νοικοκυριών με… δανεικά, ούτε από τα κρατικά επιδόματα και την εκτόξευση της δημόσιας δαπάνης η οποία μοιραία οδηγεί σε αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους.
Η Ελλάδα το 2024 μπορεί να έχει ένα ΑΕΠ 200 δισ. ευρώ το οποίο θα έρθει ως αποτέλεσμα της αύξησης των επενδύσεων και της στροφής προς τα… έξω, είτε αυτό σημαίνει προσέλκυση περισσότερων τουριστών, είτε διάθεση περισσότερων ελληνικών προϊόντων στις ξένες αγορές.
Αυτό είναι το «δια ταύτα» του μεσοπρόθεσμου σχεδίου που παρουσίασε προ ημερών στο υπουργικό συμβούλιο ο υπουργός Οικονομικών, ένα σχέδιο το οποίο θέτει ποσοτικούς αλλά και ποιοτικούς στόχους.
Στόχος 1ος: Από τις αρχές Μαΐου ξεκινάμε να παίρνουμε τις ζωές μας πίσω.
Στόχος 2ος: Μέχρι τα τέλη του 2022, ανακτούμε το ΑΕΠ που είχαμε πριν ξεσπάσει η πανδημία.
Στόχος 3ος: Μέχρι το 2024 επαναφέρουμε το ΑΕΠ της χώρας πάνω από τα 200 δισ. ευρώ περιορίζοντας ταυτόχρονα το ποσοστό της ανεργίας κοντά στα επίπεδα που είχαμε πριν ξεσπάσει η μεγάλη οικονομική κρίση που οδήγησε στα μνημόνια.
Και αν αυτοί είναι οι ποσοτικοί στόχοι που βάζει η χώρα για την περίοδο 2021-2024, υπάρχουν και οι ποιοτικοί, οι οποίοι είναι και σημαντικότεροι:
- 1ος ποιοτικός στόχος: Η ανάπτυξη να προέλθει από τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και της αύξησης των εξαγωγών όχι μόνο των υπηρεσιών, κάτι που θα έλθει φυσιολογικά μετά το τέλος της πανδημίας που θα φέρει τους τουρίστες πίσω στην Ελλάδα, αλλά και των προϊόντων.
Με λίγα λόγια, ετήσιοι στόχοι ανάπτυξης της τάξεως του 3,6% για φέτος, του 6,2% για το 2022, του 4,1% και του 4,4% για τη διετία 2023-2024, θα πρέπει να έρθουν με λιγότερη κατανάλωση τόσο από τα νοικοκυριά όσο και από το Δημόσιο και με περισσότερη καινοτομία και εξωστρέφεια. Με άλλα λόγια, μέσα από ένα καινούργιο αναπτυξιακό μοντέλο.
- 2ος ποιοτικός στόχος: Η Ελλάδα να διατηρήσει το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης από τις αγορές με το… σπαθί της και όχι με τη δαμόκλειο σπάθη της μεταμνημονιακής εποπτείας ή τη χείρα βοηθείας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης. Για να διατηρηθούν χαμηλά οι αποδόσεις των ομολόγων όμως θα πρέπει να ανακτηθεί η επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2023 το αργότερο. Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται συνετή δημοσιονομική πολιτική με λελογισμένα πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία θα παραχθούν με προγράμματα ελληνικής ιδιοκτησίας και όχι μέσα από διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς στο πλαίσιο των μεταμνημονιακών αξιολογήσεων.
Πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία όμως αυτή τη φορά δε θα πρέπει να παραχθούν από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές αλλά και την τήρηση μιας «συμφωνίας κυρίων»: Το Δημόσιο θα εφαρμόζει ολοένα και χαμηλότερους συντελεστές και οι φορολογούμενοι θα αποτυπώνουν ολοένα και περισσότερο τα πραγματικά τους εισοδήματα στις φορολογικές τους δηλώσεις.
Αν γίνει αυτό, δε θα χρειάζονται καν τα τεράστια μαξιλάρια ρευστότητας των 30 δισ. ευρώ οπότε θα μπορούν κάλλιστα και οι ειδικοί του ΟΔΔΗΧ να προτείνουν τρόπους καλύτερης αξιοποίησης των διαθεσίμων που αυτή τη στιγμή φτάνουν να ξεπερνούν το 16-17% του ΑΕΠ.
Η χώρα έχει τις προϋποθέσεις και τις πιθανότητες να π[ετύχει αυτούς τους στόχους. Και τους ποιοτικούς, και τους ποσοτικούς. Με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και την απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών, η Ελλάδα μπορεί να γίνει ελκυστικός επενδυτικός προορισμός. Άλλωστε, αυτή τη φορά υπάρχουν και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης για να λύσουν το χρόνιο πρόβλημα της ακριβής και σπανίζουσας χρηματοδότησης.
Το Σχέδιο Ανάκαμψης κατατέθηκε στην Κομισιόν και αν όλα πάνε καλά, από το καλοκαίρι θα αρχίσουν να πέφτουν στην οικονομία οι προκαταβολές ύψους άνω των 4 δισ. ευρώ. Όσο μάλιστα μεγαλύτερη γίνει η ανταπόκριση των ιδιωτών επενδυτών, τόσο πιο εύκολα θα κατακτηθεί και ο στόχος του ΑΕΠ των 200 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.