Η άνοδος του πληθωρισμού είναι ένα θέμα που απασχολεί τους πολίτες σε ολόκληρο τον κόσμο καθώς ως φαινόμενο έχει άμεσο αντίκτυπο στις τσέπες των καταναλωτών. Καθημερινά, μεγαλώνει η λίστα των προϊόντων και υπηρεσιών που ακριβαίνουν με ρυθμό που είχαμε να δούμε πάρα πολλά χρόνια. Και επειδή ο υψηλός πληθωρισμός, σε συνδυασμό με τα προβλήματα στην παραγωγή και στις εφοδιαστικές αλυσίδες, απειλεί την ταχεία ανάκαμψη από την πανδημική κρίση, εξελίσσεται σε καυτό πολιτικό ζήτημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε ανεπτυγμένες οικονομίες όπως των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι αναζητήσεις στο Google για τον όρο «πληθωρισμός» βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο από το 2004, όταν άρχισε η συλλογή των στοιχείων. Το θέμα, λοιπόν, «καίει» τους Ευρωπαίους και πάνω σε αυτό παίζονται πολιτικά παιχνίδια. Η ένταση και η διάρκεια του φαινομένου θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικές αποφάσεις, από την απόσυρση του QE Πανδημίας της ΕΚΤ και τη συνέχιση των αγορών ομολόγων, μέχρι τη χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας.
Το βασικό σενάριο των αναλυτών σήμερα προβλέπει ότι ο πληθωρισμός θα εκτιναχθεί στην Ευρωζώνη προς το 4% τον Νοέμβριο και θα κορυφωθεί στο δίμηνο Δεκεμβρίου 2021-Ιανουαρίου 2022, εξαιτίας των αυξήσεων που καταγράφονται σε ρεύμα, φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Σε αυτό συμφωνούν σχεδόν όλοι, από τους αναλυτές διεθνών οίκων μέχρι τους οικονομολόγους της Κομισιόν και της ΕΚΤ.
Εκεί που παρατηρείται μεγάλο χάσμα απόψεων είναι ως προς τη διάρκεια που θα έχει η άνοδος του πληθωρισμού. Στη μία πλευρά είναι όσοι υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο θα είναι παροδικό και στην άλλη εκείνοι που προειδοποιούν ότι αν δε ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ο πληθωρισμός μπορεί να ξεφύγει και μετά δύσκολα θα μπορεί να «μαζευτεί». Στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, οι ανησυχίες για στασιμοπληθωρισμό είναι μεγαλύτερες γιατί μεγαλύτερες είναι και οι πληθωριστικές πιέσεις.
Στην Ευρώπη, ωστόσο, το φαινόμενο εκτιμάται ότι θα περιοριστεί με τον πληθωρισμό να υποχωρεί στο 2% μέχρι το καλοκαίρι του 2022.
Σήμερα βλέπουμε ότι ήδη γίνονται αισθητές οι αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος χωρίς μάλιστα να έχει ξεκινήσει ο χειμώνας για τα καλά. Παράλληλα, οι τιμές των διαρκών αγαθών αυξάνονται περισσότερο από το αναμενόμενο με αποτέλεσμα να δίνουν ώθηση στον δομικό πληθωρισμό (που εξαιρεί στοιχεία με πιο ευμετάβλητες τιμές όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα), όμως οι υπηρεσίες συγκρατούν τον γενικό δείκτη του πληθωρισμού σε φυσιολογικά για τις τρέχουσες συνθήκες επίπεδα.
Σε αυτό το σημείο αρχίζουν τα πολιτικά παιχνίδια στην Ευρώπη. Ένα παράδειγμα είναι η ΕΚΤ, η οποία συνεδριάζει αυτή την εβδομάδα και αναμένεται να έχουμε ακόμη μία αντιπαράθεση μεταξύ Βορρά και Νότου, πριν τη μεγάλη μάχη του Δεκεμβρίου. Αποφάσεις δύσκολα θα ληφθούν την Πέμπτη. Πρώτον, γιατί η Κομισιόν εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές προς τα κράτη - μέλη για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Δεύτερον, διότι τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα θα περιμένουν έως τον Δεκέμβριο όταν θα δημοσιοποιηθούν οι νέες προβλέψεις για τον πληθωρισμό.
Η συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 16 Δεκεμβρίου συμπίπτει με τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε. και τότε αναμένεται να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για τα συνολικά μέτρα που θα εφαρμοστούν με φόντο τον πληθωρισμό. Ενώ οι προβλέψεις του Δεκεμβρίου και με ορίζοντα δύο ετών είναι αυτές που θα κρίνουν την έκβαση της διελκυστίνδας, υπάρχει μία παγίδα.
Στα μέσα Δεκεμβρίου, με τις θερμοκρασίες να βρίσκονται χαμηλά και τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης θα έχουν γίνει πολύ πιο αισθητές, το φαινόμενο της ανόδου των τιμών θα κορυφώνεται. Η εξέλιξη αυτή δίνει… αφορμή στο λόμπι του Βορρά να ασκήσει ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις για την ταχύτερη απόσυρση των μέτρων στήριξης. Γερμανία, Ολλανδία και Αυστρία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, απέναντι σε Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα.
Ένα άλλο πεδίο αντιπαράθεσης είναι οι συζητήσεις για το δημοσιονομικό σύμφωνο, το οποίο τίθεται ξανά σε ισχύ από το 2023. Αν ο πληθωρισμός επιβαρύνει τον ρυθμό ανάπτυξης, τότε και η δυνατότητα των κρατών - μελών να περιορίσουν το χρέος θα είναι περιορισμένη. Γι’ αυτό το λόγο χθες ο ESM πρότεινε την αύξηση του ορίου για το χρέος στο 100% και τη διατήρηση του κανόνα μείωσής του σε διάστημα 20 ετών.