Του Γιώργου Φιντικάκη
Ένας τρόπος για να ξεφύγει κανείς από το κακό παρελθόν είναι να υποσχεθεί ένα καλύτερο μέλλον. Κύμα επενδύσεων λοιπόν βλέπει το ΔΝΤ, όπως και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, και το ερώτημα είναι πως αυτές θα έρθουν σε μια χώρα που αρνείται να μεταρρυθμιστεί. Παραμονές της νέας αξιολόγησης, το ΔΝΤ προβλέπει στην χθεσινή του έκθεση (Οκτώβριος 2017) ότι από φέτος μέχρι και το 2022, η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει σε προσέλκυση επενδύσεων περίπου 160 δισ. ευρώ, με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2,5 δισ. ευρώ ή 10,6%!
Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Ανάλογες προβλέψεις περιελάμβαναν το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτιμώντας ότι αν η χώρα ψηφίσει τα μέτρα, τελειώσει με τις αξιολογήσεις, και βγει από το Μνημόνιο, θα γνωρίσει τη μεγαλύτερη επενδυτική Άνοιξη σε όλη την Ευρώπη.
Το ερώτημα που εγείρεται πάντα μετά από τέτοιες εκτιμήσεις είναι αν οι συντάκτες των εκθέσεων έχουν λάβει υπόψιν τη δυσανεξία της χώρας απέναντι σε μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό, το ασφαλιστικό, τις αγορές προϊόντων, και την δικαιοσύνη ή παραπέμπουν αόριστα στα οφέλη που θα επιφέρει η ολοκλήρωση των αξιολογήσεων και η έξοδος από το Μνημόνιο, στον περιορισμό της αβεβαιότητας, και στο κλίμα.
Το κλίμα είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Θα περίμενε κανείς από την κυβέρνηση και τους δανειστές να έχουν εστιάσει στο θεσμικό περιβάλλον, αφού το πρόβλημα είναι μακροχρόνιο, και δεν εστιάζεται στο ευρώ ή το χρέος. Το 1980 η Ελλάδα ήταν 14η στην Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση το εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης, και το 2016 κατετάγη 24η. Η πτώση αυτή έχει σημειωθεί σταδιακά και το βασικό αίτιο ήταν και είναι θεσμικό. Όποια έκθεση και να ανοίξει κανείς, (π.χ. World Bank Doing Business Report, World Economic Forum, Transparency International), διαπιστώνει ότι στην κατάταξη της ποιότητας του θεσμικού περιβάλλοντος, η Ελλάδα καταλαμβάνει σταθερά μια από τις τρεις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ. Αν το θεσμικό περιβάλλον δεν βελτιωθεί αισθητά, δεν θα βελτιωθούν και οι επενδύσεις, ερώτημα κρίσιμο στο οποίο συχνά οι εκθέσεις των δανειστών, δεν απαντούν.
Σε κάθε περίπτωση το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι επενδύσεις από το 10,848% του ελληνικού ΑΕΠ φέτος (έναντι 11% πέρυσι), θα ανακάμψουν σταδιακά στο 15,16% του ΑΕΠ ως το 2022. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει σε προσέλκυση επενδύσεων της τάξης των 19,6 δισ. ευρώ φέτος (από 19 δισ. πέρυσι), που θα αυξηθούν στα 22,3 δισ. του χρόνου, για να εκτιναχθούν στα 25,4 δισ. το 2019, στα 28,5 δισ. το 2020, να φτάσουν τα 31,3 δισ. το 2021, και να ανέλθουν στα 32,4 δισ. ευρώ το 2022.
Στην πράξη, αυτό που μας λέει το ΔΝΤ είναι ότι εφόσον βγει η Ελλάδα από τα μνημόνια, πάρει μπροστά το τραπεζικό της σύστημα και αρχίσει να δουλεύει πάλι η οικονομία, τότε θα μπορεί να προσβλέπει σε αύξηση επενδύσεων κατά περίπου 13 δισ. ευρώ στη πενταετία 2017-2022. Ήτοι σε επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ το χρόνο, με ένα ετήσιο ρυθμό αύξησης 10,6%!
Είναι αμφίβολο αν υπάρχει άλλη χώρα της Ε.Ε. όπου να προβλέπεται τόσο μεγάλη άνοδος των επενδύσεων όσο στην περίπτωση της Ελλάδας. Εύλογα λοιπόν γεννώνται ερωτήματα. Ποιος θα φέρει αυτές τις επενδύσεις; Πώς θα έρθουν αν η χώρα συνεχίσει να αρνείται τις μεταρρυθμίσεις; Ποιος θα εμπιστευτεί την Ελλάδα όταν ακόμη και εμβληματικές δρομολογημένες επενδύσεις αντιμετωπίζουν ανασφάλεια; Μήπως οι εκτιμήσεις, τόσο του ΔΝΤ, όσο και άλλων διεθνών οργανισμών που προβλέπουν παρόμοια νούμερα, είναι μαξιμαλιστικές;
Το σενάριο της έκρηξης των επενδύσεων το ακούμε να επαναλαμβάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, δίχως να επιβεβαιώνεται. Από εκεί και πέρα, ετήσια αύξηση 10,6% στις επενδύσεις μεταφράζεται σε επιπλέον 2,5 δισ. ευρώ το χρόνο στη πραγματική οικονομία από το 2018, καθώς φέτος θα υποχωρήσουν στα 19,6 δισ. ευρώ, επίπεδα από τα χαμηλότερα εδώ και δεκαετίες. Ίσως σε κάποιους το νούμερο από μόνο του να μην λέει πολλά, ωστόσο θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι από το 2008 μέχρι σήμερα οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65 δισ. ευρώ ή σε ποσοστό πάνω από 70%, έχοντας φτάσει να αντιστοιχούν στο 11% του ΑΕΠ.
Ηχεί παρ'' όλα αυτά κάπως παράδοξο, όταν οι επενδύσεις σταθερά υποχωρούν (με εξαίρεση το 2014), να περιμένει κανείς ότι θα σημειώσουν αλματώδη αύξηση τα επόμενα χρόνια, μόνο και μόνο επειδή θα βγούμε από το Μνημόνιο. Πολλώ δε μάλλον όταν έπειτα από επτά χρόνια μνημονίων, οι περισσότερες από τις βελτιώσεις που έγιναν σε διάφορους τομείς, αποδεικνύεται ότι αφορούσαν επισκευές "μερικής φύσης" και όχι μακροπρόθεσμες λύσεις.
Προβλέψεις ΔΝΤ για αύξηση επενδύσεων στην Ελλάδα (2017-2022)
- 19,65 δισ. ευρώ το 2017
- 22,31 δισ. ευρώ το 2018
- 25,45 δισ. ευρώ το 2019
- 28,53 δισ. ευρώ το 2020
- 31,3 δισ. ευρώ το 2021
- 32,48 δισ. ευρώ το 2022
- 159,7 δισ. ευρώ, συνολικά στη περίοδο 2017-2022
- 12,83 δισ. ευρώ, η αύξηση στη περίοδο 2017-2022
- 2,56 δισ. ευρώ ή 10,6%, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης