Της Μαίρης Βενέτη
Σιγά σιγά οι περισσότεροι οίκοι της αγοράς κατανοούν ότι πιθανότατα το τέλος της εμπορικής διαμάχης δεν είναι θέμα λίγων ημερών.
Ως εκ τούτου, αρχίζουν τα τμήματα ανάλυσης να εκπονούν μελέτες όσον αφορά την ποσοτικοποίηση των συνεπειών.
Η Pictet είναι από τις πρώτες που «έτρεξε» την άσκηση.
Σύμφωνα με το μοντέλο της, εάν ένα 10% των δασμών μεταβιβαστεί πλήρως στον καταναλωτή, ο παγκόσμιος πληθωρισμός θα αυξηθεί κατά περίπου 0,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Αυτό όμως με τη σειρά του, θα μπορούσε να μειώσει τα εταιρικά κέρδη κατά 2,5% και να «κόψει» στις μετοχές τους δείκτες p/e (τιμή προς κέρδη) κατά 15%.
Ποια είναι η «μετάφραση» όλων των παραπάνω;
Ότι οι παγκόσμιες μετοχές σε περίπτωση που η εμπορική συμφωνία καθυστερήσει να έρθει, ενδέχεται να έχουν απώλειες από 15%-20%, κάτι που θα γύρναγε το ρολόι στην παγκόσμια χρηματιστηριακή αγορά δύο έως τρία χρόνια.
Η Pictet βέβαια αναφέρει ότι η Ουάσινγκτον και το Πεκίνο ενδέχεται να έχουν ακόμα τη δυνατότητα να καταλήξουν σε συμφωνία έως τα τέλη Ιουνίου, καθώς τότε θα συναντηθούν οι ηγέτες των χωρών της G20 στην Οσάκα, καθώς η Ιαπωνία ασκεί την προεδρία της G20 για πρώτη φορά.
Αν όμως και εκεί καταλήξουν σε αδιέξοδο και οι αυξήσεις των δασμών συνεχίσουν να λαμβάνουν χώρα, με ισχυρή μάλιστα πιθανότητα να επεκταθούν σε όλα τα προϊόντα που εισάγουν οι ΗΠΑ από την Αμερική, τότε ο εμπορικός πόλεμος θα έχει τη δυνατότητα να φρενάρει την παγκόσμια οικονομία και να οδηγήσει σε απότομη πτώση των χρηματαγορών.
Ήδη αν συνεχιστούν τα υφιστάμενα εμπορικά μέτρα, τότε σύμφωνα με το μοντέλο της Pictet η ανάπτυξη της Κίνας κινδυνεύει με μείωση κατά 0,5% και των ΗΠΑ κατά 0,2%.
Όμως αυτός ο εκτροχιασμός εν συνεχεία θα επεκταθει πολύ πέρα από τις δύο οικονομίες.
Πρώτες θα δεχτούν το ωστικό κύμα οι λεγόμενες «ανοιχτές οικονομίες», αυτές δηλαδή που οι εισαγωγές, οι εξαγωγές και γενικά οι ξένες επενδύσεις είναι ελεύθερες. Με αυτό το πρίσμα, η Σιγκαπούρη, η Ταϊβάν, η Ουγγαρία, η Τσέχικη Δημοκρατία και η Ιρλανδία θα είναι δυνητικά πιο ευάλωτες από την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Όσον αφορά τώρα τις αγορές μετοχών, η παρατήρηση της Pictet έχει νόημα: Παρόλο που πολλοί θα πίστευαν το αντίθετο, η Wall Street ενδεχομένως θα υποφέρει περισσότερο από την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου σε σχέση με άλλες χρηματιστηριακές αγορές, ακριβώς λόγω του μεγάλου ράλυ που έχει κάνει. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι τέλη Απρίλη, ο S&P έδωσε -ενδοσυνεδριακά έστω-νέα ιστορικά υψηλά.
Οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων ενδέχεται να μειωθούν- η στήλη έχει πολλάκις τονίσει ότι λειτουργούν σαν επενδυτικό καταφύγιο όμως το όφελος θα είναι περιορισμένο λόγω του πληθωρισμού.
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με την Pictet, με βάση τα p/e του 2019 η αμερικανική αγορά κινείται περίπου 30% υψηλότερα από Ευρώπη, Ιαπωνία και αναδυόμενες αγορές, ενώ οι περισσότεροι κλάδοι της είναι ευαίσθητοι στις αλλαγές των οικονομικών συνθηκών, ειδικά αυτοί που αφορούν κυκλικές μετοχές και ΙΤ, καθώς και οι μετοχές των εταιρειών που εξάγουν στην Κίνα.
Η στήλη θα προσθέσει ότι η ανάπτυξη εμπορικών φραγμών είναι αργά ή γρήγορα κακή εξέλιξη για όλες τις αγορές μετοχών και εξαιρετικά κακή εξέλιξη ειδικά για τις αγορές ομολόγων των αναδυομένων οικονομιών. Στο τέλος όμως είναι μια κακή εξέλιξη για όλους.
Η εμπειρία δείχνει ότι κανείς δεν κερδίζει από έναν εμπορικό πόλεμο.
Οι Αμερικάνοι θα έπρεπε να θυμούνται καλύτερα τι έγινε στα μέσα του 1971, όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε επιβάλει δασμούς 10% στις εισαγωγές ή στην πιο πρόσφατη ιστορία, τι έγινε όταν το Μάρτιο του 2002 ο Πρόεδρος George W Bush επέβαλε δασμούς 30% στον κινέζικο χάλυβα.