Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Πρωταθλήτρια σε φόρους και εισφορές είναι η χώρα μας τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στα νοικοκυριά.
Αν και υπήρχε και άλλος δρόμος για τη δημοσιονομική προσαρμογή αυτό που επέλεξαν οι κυβερνήσεις, κυρίως η σημερινή, ήταν η αύξηση της φορολογίας αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών.
Η υπερφορολόγηση λοιπόν και οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές έπνιξαν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τα τελευταία οκτώ χρόνια, με αποτέλεσμα η μεσαία τάξη να εξοντωθεί χάνοντας πάνω από το 35% των εισοδημάτων της ενώ, ταυτόχρονα οι Έλληνες είδαν την αξία της ακίνητης περιουσίας τους να μειώνεται σχεδόν στο μισό. «Κερασάκι» στην τούρτα ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού μεταφέροντας το κόστος στις επιχειρήσεις οι οποίες πλέον αδυνατούν να λειτουργήσουν και να είναι ανταγωνιστικές στην Ευρώπη.
Μέσω της υπερφορολόγησης τροφοδοτήθηκαν τα υπερπλεονάσματα τα οποία χρησιμοποίησε η κυβέρνηση για τη διανομή μερισμάτων και επιδομάτων.
Παράγοντες της αγοράς αναφέρουν ότι δεν συμφέρει να επενδύσει κάποιος στην Ελλάδα καθώς ο επενδυτής θα διαπιστώσει ότι περισσότερα από το 55% των κερδών πηγαίνει στο ελληνικό κράτος. Και όλα αυτά όταν οι συντελεστές στις χώρες:
- Ιρλανδία, Κύπρο, Λετονία και Σλοβενία κυμαίνονται από 10 έως 19%
- Αυστρία, Εσθονία, Ισπανία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία και Φινλανδία από 20 έως 25%
Η χώρα μας, μαζί με την Γερμανία την Ιταλία, το Λουξεμβούργο έχουν συντελεστές που κυμαίνονται μεταξύ 26-30%. Ωστόσο, στις ανωτέρω χώρες είναι σημαντικά μικρότερος ο φόρος διανομής. Οι σκέψεις των επιχειρηματιών για μεταφορά των εδρών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες χρόνο με το χρόνο πληθαίνουν καθώς αφενός εκτιμούν ότι θα έχουν καλύτερη και ταχύτερη πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση όταν στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη και σαφώς χαμηλότερα επιτόκια, αφετέρου θα περιορισθούν αισθητά οι επιβαρύνσεις.
Η μείωση λοιπόν της φορολογίας αποτελεί σύμφωνα με την αγορά μονόδρομο. Υποστηρίζουν δε ότι το κόστος μείωσης του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις εντός της διετίας με στόχο να προσεγγίσει η χώρα μας τους εταιρικούς φορολογικούς συντελεστές που εφαρμόζουν η Ισπανία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία και η Σλοβακία δεν ξεπερνά τα 500 εκατ. ευρώ και εκτιμάται ότι θα καλυφθεί από την τόνωση των επενδύσεων οι οποίες θα αποφέρουν μεγαλύτερα οφέλη στο κρατικά ταμεία. Σημειώνουν παράλληλα ότι είναι απαραίτητη και η μείωση του φόρου στα μερίσματα κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες προκειμένου να καταφέρει η χώρα να προσελκύσει νέους επενδυτές. Το κόστος μάλιστα ανέρχεται στα 400 εκατ. ευρώ.
Στελέχη της αγοράς υπογραμμίζουν ότι το πακέτο των φοροελαφρύνσεων θα πρέπει να συνοδεύεται με στοχευμένες μειώσεις στις κρατικές δαπάνες. Το συνολικό όφελος που θα μπορούσε να είχε το Δημόσιο από την εξοικονόμηση δαπανών υπολογίζεται ότι φθάνει τα 2 δισ. ευρώ σε βάθος 4ετίας.
Την ίδια δύσκολη κατάσταση βιώνουν σήμερα και τα νοικοκυριά και όπως όλα δείχνουν το 2020 θα είναι ακόμα χειρότερα καθώς μειώνεται το αφορολόγητο όριο στα 5.685 ευρώ. Από την ανάλυση των στοιχείων η Ελλάδα βρίσκεται στις χώρες με τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές καθώς και τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων στις χώρες της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα:
- Στη Βουλγαρία ο φορολογικός συντελεστής ανέρχεται στο 10%
- Στην Τσεχία, Λιθουανία, Ουγγαρία και Ρουμανία στο 15-16%
- Στην Εσθονία, Λετονία και Σλοβακία στο 20-25%
- Στη Φινλανδία, Πολωνία, Κύπρος Μάλτα και Κροατία στο 31,75 -40%
- Στο Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία Ελλάδα, Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και Λουξεμβούργο στο 40-50% και
- Στην Ολλανδία, Αυστρία, Δανία και Σουηδία ο φορολογικός συντελεστής ξεπερνά το 52%.
Ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων στις χώρες της Ευρωζώνης
- 1,6-10%: Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Κύπρος, Φινλανδία, Μάλτα
- 10,5-15%: Λετονία, Λουξεμβούργο Πορτογαλία, Βέλγιο, Σλοβακία
- 16-20% Ελλάδα, Αυστρία, Γαλλία
- 21-30% Σλοβενία, Ολλανδία