Πλοήγηση των επενδυτών εν μέσω εμπορικών βολών

Πλοήγηση των επενδυτών εν μέσω εμπορικών βολών

Της Μαίρης Βενέτη

Τo Πεκίνο ανακοίνωσε ότι από 1η Ιουνίου θα αυξήσει τους δασμούς σε εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων αξίας 60 δισ. δολ., «απαντώντας» στις κινήσεις της κυβέρνησης Τραμπ, αλλά και στις απειλές ότι θα δρομολογηθούν εκ νέου δασμοί σε κινέζικα προϊόντα ύψους 300 δισ.δολαρίων.

H ραγδαία κλιμάκωση της εμπορικής διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, έχει φορτίσει τις αγορές γιατί ενώ είχαν προεξοφλήσει το βέλτιστο σενάριο, οι πιθανότητες δυστυχώς μετατοπίζονται πλέον προς το χειρότερο σενάριο.

Ως εκ τούτου, η μεταβλητότητα θα είναι η νέα συνοδός των αγορών τις επόμενες εβδομάδες.

Το ερώτημα είναι πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα.

Την απάντηση θα τη δώσουμε μέσω ενός άλλου ερωτήματος.

Τι θα γίνει αν οι οικονομικές εντάσεις μετατραπούν σε στρατιωτικές εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών; Τι θα σημαίνει κάτι τέτοιο για τις τιμές του πετρελαίου;

Συνεχίζοντας το σκεπτικό μας, μια κάθετη αύξηση των τιμών του πετρελαίου τι επίδραση θα έχει στον ρυθμό της παγκόσμιας ανάπτυξης;

Όταν στο τραπέζι μπαίνουν τέτοια ερωτήματα, οι απώλειες είναι πολλές.

Καταρχήν οι αγορές συναλλάγματος ήδη αντιδρούν στην προοπτική της πτώσης του εμπορικού πλεονάσματος της Κίνας και ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δάνεια των κινεζικών εταιρειών σε ξένο συνάλλαγμα, τα οποία ας μην ξεχνάμε ότι φτάνουν τα 840 δισ. δολάρια.

Η κατάρρευση των διαπραγματεύσεων θα πλήξει τις προσδοκίες ανάπτυξης και τα περιουσιακά στοιχεία εν αρχή του κατασκευαστικού κλάδου της Κίνας και εν συνεχεία όλων των οικονομιών που συνδέονται με αυτόν, αρχής γενομένης από τις αναδυόμενες αγορές.

Το γεγονός όμως ότι οι οικονομίες μέσω των χρηματαγορών συνδέονται μεταξύ τους, θα έχει σαν αποτέλεσμα το ωστικό κύμα να αφήσει ελάχιστες χώρες ανεπηρέαστες.

Εμπορικός πόλεμος και δολάριο

Η δύναμη του δολαρίου έναντι του γουάν υποδηλώνει για τους ανθρώπους των αγορών ότι το δολάριο θα πρέπει να παραμείνει ισχυρό έναντι του ευρώ και άλλων σημαντικών νομισμάτων.

Είναι όμως αυτό μια επιθυμητή συνέπεια για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ; H άνοδος του δολαρίου θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για τις σημερινές ουδέτερες προοπτικές των ΗΠΑ.

Άλλωστε η τακτική της Ουάσινγκτον μπορεί να θίγει άμεσα την Κίνα,όμως από ένα σημείο και μετά θα γυρίσει μπούμερανγκ εναντίον της.

Οι νέοι δασμοί θα επιβαρύνουν και τους καταναλωτές των ΗΠΑ, καθώς οι τιμές θα αυξηθούν αναλόγως, οδηγώντας ενδεχομένως τον πληθωρισμό πάνω από το στόχο της Federal Reserve, που είναι στο 2%. Κάτι τέτοιο όμως θα αναγκάσει την Κεντρική Τράπεζα να αλλάξει την τρέχουσα στάση της απέναντι στο ύψος των αμερικανικών επιτοκίων.

Γεγονός που θα πυροδοτήσει με τη σειρά του νέα μεταβλητότητα στις αγορές,καθώς ένα μεγάλο κομμάτι του χρέους του αναδυόμενου κόσμου είναι στο αμερικανικό νόμισμα. (σ.σ για τον καταλυτικό ρόλο των επιτοκίων αλλά και τις επιλογές των επενδυτών είχαμε αναφερθεί εκτεταμένως στο άρθρο μας).

Γραμμές άμυνας

Δεδομένων των συνθηκών, η σύνεση επιτάσσει, οι επενδυτές που έχουν έκθεση σε περιουσιακά στοιχεία αναδυόμενων αγορών να μειώσουν, ή να αντισταθμίσουν έστω, την έκθεση τους. Πόσο μάλλον αν το χαρτοφυλάκιο είναι εκτεθειμένο σε χώρες που ήδη υφίστανται σημαντική πληθωριστική πίεση και έχουν μεγάλο χρέος σε ξένο νόμισμα.

Όσο διαρκούν οι εμπορικές εντάσεις, προφανώς και θα βγουν ευνοημένα τα παραδοσιακά επενδυτικά καταφύγια όπως ο χρυσός, το γιεν Ιαπωνίας και το ελβετικό φράγκο.

Τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα και τα εταιρικά ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης ανήκουν επίσης στους κερδισμένους όταν οι αγορές φθείρονται από την μεταβλητότητα.

Όχι όμως και το χρέος υψηλής απόδοσης, το οποίο έχει ήδη αυξημένο ρίσκο και επιπλέον σχετίζεται περισσότερο με την απόδοση των αγορών μετοχών, οι οποίες δεν διάγουν και την καλύτερη περίοδο τους.

 

*Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.

Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες