Είναι εύλογο να δεχτούμε υψηλότερα επίπεδα πληθωρισμού για να μην αποσυρθούν πρόωρα τα αναγκαία μέτρα που στηρίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας ή μήπως οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών που ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητές θα εμποδίσουν την ανάπτυξη;
Το δίλημμα των κεντρικών τραπεζών σχετικά με το «επιτρεπτό» επίπεδο πληθωρισμού είναι το κορυφαίο θέμα συζήτησης αυτή τη στιγμή και η ελληνική οικονομία αναμένει τις εξελίξεις ίσως με μεγαλύτερη αγωνία από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά περίπου 9% το 2020 που δεν είναι η μεγαλύτερη συρρίκνωση στη Γηραιά Ήπειρο, όμως η ελληνική οικονομία προέρχεται από πολυετή κρίση-ύφεση που δεν γνώρισε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Έχει, δηλαδή, τη μεγαλύτερη «ανάγκη» να εισέλθει σε τροχιά ανεμπόδιστης ανάπτυξης. Επομένως, οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών και ειδικότερα της ΕΚΤ θα έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στην περαιτέρω πορεία της.
Από τη μία έχουμε τα μέτρα στήριξης, όπως το QE, που διευκολύνουν την επιστροφή της οικονομικής δραστηριότητας στα προ πανδημίας επίπεδα. Από την άλλη πλανάται το «φάντασμα» του πληθωρισμού, καθώς ήδη παρατηρείται σημαντική ώθηση τιμών σε αρκετά βιομηχανικά προϊόντα, πρώτες ύλες και εμπορεύματα.
Σε χθεσινό της άρθρο, η Μαίρη Βενέτη σκιαγραφεί πολύ εύστοχα το πλαίσιο ανόδου των τιμών και τις επιπτώσεις αυτής της τάσης. Οι αυξήσεις ροκανίζουν το εισόδημα των πολιτών και καθημερινά υποβαθμίζεται η αγοραστική τους δύναμη, σε μία διαδικασία που προφανώς πλήττει περισσότερο τα χαμηλά εισοδήματα.
Πολλοί αναλυτές, όπως της Goldman Sachs, της Moody’s, της Capital Economics, ο Ζολτ Ντάρβας του ινστιτούτου Bruegel κ.ά., υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού είναι προσωρινό που σημαίνει ότι οι τιμές θα αρχίσουν να υποχωρούν το 2022.
Όμως με χθεσινή της έκθεση, η Deutsche Bank προειδοποιεί για το αντίθετο, υποστηρίζοντας πως το πρόβλημα όχι μόνο δεν θα υποχωρήσει αλλά έχει τη δυναμική να οδηγήσει σε νέα κρίση τα επόμενα χρόνια.
Η γερμανική τράπεζα αντηχεί την κυρίαρχη άποψη στο Βερολίνο και τις πιέσεις που ασκούνται από Γερμανούς αξιωματούχους προς την ΕΚΤ.
Οι επιπτώσεις της καθυστέρησης απόσυρσης των μέτρων στήριξης θα προκαλέσει μεγαλύτερη αναταραχή στην οικονομική δραστηριότητα από την αναταραχή που αναμένεται όταν τελικά η Fed κάνει την πρώτη κίνηση, σημειώνει.
Ο επικεφαλής ανάλυσης της Deutsche Bank εκτιμά ότι αυτή η αναταραχή μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή ύφεση και να πυροδοτήσει μία αλληλουχία οικονομικών προβλημάτων παγκοσμίως.
Η Deutsche Bank προειδοποιεί ότι αν οι αρμόδιες αρχές επικεντρωθούν στη διατήρηση των μέτρων στήριξης και παραβλέψουν την απειλή του πληθωρισμού θα το βρουν μπροστά τους και όχι το 2022 τότε σίγουρα το 2023 και μετά. Η δέσμευση, για παράδειγμα, της Fed να μην αποσύρει τα μέτρα μέχρι να παγιωθεί η άνοδος του πληθωρισμού, θα έχει καταστροφικές συνέπειες.
Σημειώνεται ότι η Κριστίν Λαγκάρντ δεν έχει ακόμη πει με σαφήνεια αν η ΕΚΤ θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Fed, ωστόσο εκτιμάται ότι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα υπάρξουν ανακοινώσεις για έναν πιο συμμετρικό στόχο, που θα επιτρέπει με άλλα λόγια την άνοδο του πληθωρισμού για κάποιο διάστημα.
Ο οίκος Moody’ s εκτιμά ότι οι μετρήσεις του πληθωρισμού θα έχουν σκαμπανεβάσματα στο υπόλοιπο του 2021 και σε μεγάλο μέρος του 2022 εξαιτίας έκτακτων αυξήσεων στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών.
Όμως, καθώς η οικονομική δραστηριότητα θα επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα, ο πληθωρισμός είναι πολύ πιθανό να αρχίσει να υποχωρεί μετά τον Ιούνιο του 2022 λόγω της εξασθένησης των επιπτώσεων των έκτακτων παραγόντων που οδήγησαν σε ώθηση τις τιμές.
Σύμφωνα με τη Moody’s, ενώ η ανάκαμψη έχει ξεκινήσει, χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, θα χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να επιστρέψουν στα επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας του 2019, σε σύγκριση με τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Επομένως η απόφαση για την απόσυρση των μέτρων στήριξης και την «ανοχή» του πληθωρισμού είναι κρίσιμη και γι’ αυτό οι αγορές περιμένουν κάποια ένδειξη από την Λαγκάρντ στην αυριανή συνέντευξη Τύπου.