Του Γιώργου Φιντικάκη
Αν και αδιανόητο έπειτα από οκτώ χρόνια μνημονίων, εντούτοις η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι εμπνέει το ίδιο country risk με το 2010, το 2015 και το 2017, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται στο κόστος του τραπεζικού δανεισμού.
Κάθε μήνα, τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αφού όχι μόνο η ψαλίδα ανάμεσα στα ελληνικά και τα ευρωπαϊκά τραπεζικά επιτόκια δεν υποχωρεί, αλλά είναι μεγαλύτερη και απ' ό,τι το 2010, όταν η Ελλάδα έμπαινε στα μνημόνια.
Κι όμως. Τα επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ για το μήνα Σεπτέμβριο, που δημοσιεύθηκαν προ ημερών και καταγράφουν το κόστος χρήματος σε κάθε μια από τις ευρωπαϊκές χώρες, δείχνουν ότι το μέσο τραπεζικό επιτόκιο για ένα καινούργιο επιχειρηματικό δάνειο, ύψους 1 εκατ. ευρώ, είναι 4,46% στην Ελλάδα, έναντι 2,01% στην Ευρωζώνη.
Τον Ιούνιο του 2010, ένα μήνα μετά την υπογραφή από τη κυβέρνηση Παπανδρέου του 1ου μνημονίου, τα επιτόκια για το ίδιο ακριβώς δάνειο ήταν 5,48% και 3,36% αντίστοιχα. Αν και έχουν δηλαδή υποχωρήσει έναντι του 2010, η μείωση στην Ελλάδα ήταν πολύ μικρότερη έναντι της Ευρωζώνης, ακριβώς λόγω του σταθερού country risk.
Αποτέλεσμα; Από 63% υψηλότερο της Ευρωζώνης που ήταν το κόστος τραπεζικού δανεισμού για μια επιχείρηση στην Ελλάδα το 2010, σήμερα, δύο μήνες μετά την έξοδο από το 3ο μνημόνιο, η διαφορά όχι μόνο δεν έκλεισε, αλλά λόγω του βουνού των κόκκινων δανείων, και της αποτυχίας των μνημονίων, έχει εκτιναχθεί στο 121% !
Το γεγονός δείχνει ότι ο κίνδυνος χώρας που ενσωματώνεται στο κόστος δανεισμού παραμένει υψηλός, εξηγεί ως ένα βαθμό τις τάσεις φυγής των ελληνικών επιχειρήσεων, κυρίως όμως προοιωνίζεται τι θα συμβεί αν οι διεθνείς συνθήκες επιδεινωθούν, οπότε η επιτοκιακή διαφορά θα μεγαλώσει κι άλλο. Διότι όσο το Δημόσιο θα καθυστερεί να βγει στις αγορές, τόσο θα αυξάνεται το country risk, και μαζί του το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα.
Τα κακά μαντάτα επιβεβαιώνονται από τα επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ και δείχνουν ανάγλυφα αυτή την αντιστρόφως ανάλογη πορεία της Ευρωζώνης που ακολουθεί η Ελλάδα. Συγκρίνοντας πόσο ήταν το κόστος χρήματος ειδικά για τα μεγάλα δάνεια άνω του 1 εκατ ευρώ το Σεπτέμβριο του 2018 έναντι του Ιουνίου του 2018, δηλαδή δύο μήνες πριν την έξοδο, στη μεν Ελλάδα τα επιτόκια αυξήθηκαν σημαντικά, όταν στην Ευρωζώνη υποχώρησαν.
Τον Ιούνιο το κόστος τραπεζικού δανεισμού για ένα τέτοιο ποσό ήταν 3,27% στην Ελλάδα έναντι 1,3% στην Ευρωζώνη, δηλαδή 151% υψηλότερο. Το Σεπτέμβριο, και ενώ θα περίμενε κανείς η έξοδος από τα μνημόνια να μεταφραστεί σε δανεισμό του ιδιωτικού τομέα με καλύτερους όρους, το αντίστοιχο κόστος στην Ελλάδα ήταν 3,95% έναντι 1,25% της Ευρωζώνης. Δηλαδή η ψαλίδα εκτινάχθηκε στο… 216%.
Διαφορά που μεγαλώνει όσο αυξάνεται το ύψος του δανεισμού, ωστόσο παραμένει υψηλή και για χαμηλότερα ποσά δανείων. Διότι για χρηματοδότηση έως 250.000 ευρώ, τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου δείχνουν ότι το μέσο επιτόκιο στην Ελλάδα είναι 5,23% έναντι 2,27% στην Ευρωζώνη (+130%), ενώ για ποσά από 250.000 ως 1 εκατ ευρώ, τα επιτόκια διαμορφώνονται σε 4,46% και 2,01% αντίστοιχα (+122%).
Το στίγμα της χώρας λέει πολλά για το μέλλον της και εξηγεί γιατί μεγάλοι εξωστρεφείς όμιλοι που έχουν ήδη διεθνοποιηθεί, όπως ο ΤΙΤΑΝ -και άντεξαν στα χειρότερα της κρίσης- αποφάσισαν να αποχαρακτηριστούν πλήρως από το «brand name» Ελλάδα.
Σε μια συγκυρία όπου ο διεθνής ανταγωνισμός για τους μεγάλους ομίλους της χώρας σκληραίνει περαιτέρω, τα σύννεφα πάνω από το διεθνές περιβάλλον πυκνώνουν και η συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων αποτελεί μονόδρομο, οι διεθνοποιημένοι ελληνικοί όμιλοι δεν έχουν την πολυτέλεια ενός φουσκωμένου κόστους τραπεζικού δανεισμού. Ούτε όμως και οι μικρότεροι το αντέχουν, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αποκλεισμένοι από τον τραπεζικό δανεισμό.
Δύο στις 10 μικρομεσαίες επιχειρήσεις απαντούν στις έρευνες της ΕΚΤ ότι δεν τους ενδιαφέρει να αναζητήσουν δανεισμό, αφού ξέρουν ότι τα επιτόκια είναι πολύ υψηλά, ενώ μία στις 5 θεωρεί ότι δεν έχει τη παραμικρή πρόσβαση στο δανεισμό.
Δηλαδή σε μια χώρα, όπου οι επιχειρήσεις της έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη δανεισμού απ'' ότι σε κάθε άλλη στην ΕΕ, αφού ο εξοπλισμός τους έχει απαξιωθεί, και χρήζει άμεσης ανανέωσης, τα δάνεια είναι τα πιο ακριβά, και η πρόσβαση σε αυτά, η μικρότερη δυνατή.