Το πεδίο της μάχης περνά στο πετρέλαιο
Shutterstock
Shutterstock
Οικονομικός πόλεμος

Το πεδίο της μάχης περνά στο πετρέλαιο

Η επενδυτική κοινότητα αυτή την εβδομάδα προσανατολίστηκε κυρίως στην αναμονή των στοιχείων για την αγορά εργασίας των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Παρασκευής, η αμερικανική αγορά εργασίας επέδειξε ανθεκτικούς ρυθμούς και κατά τον μήνα του Σεπτεβρίου, καθώς η οικονομία της χώρας προσέθεσε ακόμα 263.000 μισθολόγια ενώ το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε απροσδόκητα στο 3,5%. 

Τα καλά νέα για την οικονομία όμως για άλλη μια φορά λειτούργησαν ως κακά νέα για τα χρηματιστήρια. 

Βλέπετε το χαμηλό ποσοστό ανεργίας μεταφράστηκε από την επενδυτική κοινότητα ως ο « απαρραίτητος χώρος» για τη Fed προκειμένου να συνεχίσει ακάθεκτη τον ρυθμό σύσφιξης της πολιτικής της, μειώνοντας την προσφορά χρήματος με στόχο να ελέγξει τον πληθωρισμό. 

Ως εκ τούτου η μητέρα των αγορών όχι απλά έχασε τις 3800 μονάδες, αλλά έκλεισε και κάτω από το κομβικό τεχνικό νούμερο του 3694.

Η επόμενη εβδομάδα με τα στοιχεία του πληθωρισμού και την έναρξη των αποτελεσμάτων τρίτου τριμήνου θα είναι καθοριστική για το αν η τρέχουσα αντίδραση θα έχει μέλλον ή ολοκληρώθηκε και πάμε για καθοδική διάσπαση των 3584 μονάδων.

Στο πίσω μέρος του μυαλού μας επίσης θα πρέπει να έχουμε το γεγονός ότι πλησιάζουμε στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ που θα γίνουν τον Νοέμβριο....Λογικά είναι επιθυμητή μια σχετική ηρεμία στις αγορές.

Το «ζουμί» είναι αλλού

Τα φώτα της δημοσιότητας μπορεί να είναι στραμμένα στην αυξημένη μεταβλητότητα των αγορών, όμως αυτή την εβδομάδα ξεκίνησε ένα μεγάλο κεφάλαιο που ίσως ταυτιστεί στο μέλλον με ένα νέο γεωπολιτικό μέτωπο.

Η απόφαση του ΟPEC+ να μειώσει σημαντικά την παραγωγή του πετρελαίου προκειμένου να στηρίξει τις τιμές-περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ- σε μια περίοδο που ο κόσμος βρίσκεται αντιμέτωπος με εξαιρετικά υψηλά επίπεδα πληθωρισμού, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με τον πρόεδρο Μπάιντεν να κατηγορεί ανοικτά το καρτέλ ότι ευθυγραμμίζεται με τις πολιτικές της Ρωσίας.

Ο Αμερικανός πρόεδρος κάλεσε αυτή την εβδομάδα την κυβέρνησή του και το Κογκρέσο να διερευνήσουν τρόπους προκειμένου να ενισχύσουν την παραγωγή ενέργειας στις ΗΠΑ και να μειώσουν τον έλεγχο του καρτέλ στις τιμές της ενέργειας.

Μερικές από τις επιλογές είναι: 

-Η απελευθέρωση περισσότερου πετρελαίου από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ. 

-Η διερεύνηση τυχόν περιορισμού των εξαγωγών ενέργειας από αμερικανικές εταιρείες.

- Το ξεπάγωμα του νομοσχεδίου «No Oil Producing and Exporting Cartel (NOPEC)», εξέλιξη που θα επιτρέψει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να καταστείλει τη χειραγώγηση της αγοράς πετρελαίου επιτρέποντας στις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλάβουν νομικά μέτρα κατά οποιουδήποτε ξένου κράτους ή και των κρατικών εταιρειών πετρελαίου που ευθύνονται για καθορισμό τιμών και άλλες αντι-ανταγωνιστικές δραστηριότητες.

Θετικά επί του τελευταίου μάλιστα, αργά το βράδυ της Πέμπτης, τοποθετήθηκαν κορυφαίοι Αμερικανοί γερουσιαστές και από τα δύο κόμματα, προκειμένου να ενισχύσουν τις πιέσεις στον ΟPEC+. 

Μάλιστα ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τσακ Γκράσλεϊ, δήλωσε ότι σκοπεύει να επισυνάψει το μέτρο αυτό ως τροποποίηση στον επικείμενο νόμο περί εξουσιοδότησης για την εθνική άμυνα καθώς «o OPEC και οι εταίροι του αγνόησαν τις εκκλήσεις του Προέδρου Μπάιντεν για αύξηση της παραγωγής και τώρα συνεννοούνται για να μειώσουν την παραγωγή και να αυξήσουν περαιτέρω τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου.Θα πρέπει τουλάχιστον να είναι σε θέση να λογοδοτήσουν για τον άδικο καθορισμό των τιμών τους».

Κάτι παραπάνω από ενδεικτική των όσων θα ακολουθήσουν ήταν και η τοποθέτηση του ηγέτη της πλειοψηφίας στη Γερουσία, του Δημοκρατικού Τσακ Σούμερ: «Αυτό που έκανε η Σαουδική Αραβία για να βοηθήσει τον Πούτιν να συνεχίσει να διεξάγει τον απεχθή, φαύλο πόλεμο του εναντίον της Ουκρανίας θα το θυμούνται για πολύ καιρό οι Αμερικανοί. Ψάχνουμε όλα τα νομοθετικά εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα αυτήν την αποκρουστική και βαθιά κυνική ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου του νομοσχεδίου NOPEC».

Τι είναι ακριβώς το περίφημο νομοσχέδιο NOPEC

Το No Oil Producing and Exporting Cartels Act στην ουσία είναι μια «παλιά ιστορία». 

Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο του Κογκρέσου των ΗΠΑ, που δεν ψηφίστηκε ποτέ, γνωστό από το 2007 ως HR 2264 και στη συνέχεια, το 2008, ως μέρος του HR 6074.

Σύμφωνα με την ομοσπονδιακή νομοθεσία, οι ξένες κυβερνήσεις δεν μπορούν να μηνύονται για επιθετική τιμολόγηση ή μη συμμόρφωση με τους ομοσπονδιακούς αντιμονοπωλιακούς νόμους. 

Ο σκοπός του νομοσχεδίου ΝOPEC λοιπόν ήταν να προσφέρει στους καταναλωτές των ΗΠΑ προστασία έναντι της επιθετικής τιμολόγησης από ξένες κυβερνήσεις και διεθνή καρτέλ, όπως για παράδειγμα ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (OPEC), αφαιρώντας ακριβώς αυτή την « ασπίδα» ασυλίας και επιτρέποντας στις ΗΠΑ να μηνύουν κράτη ή εταιρείες αυτών σύμφωνα με την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία των ΗΠΑ για αντι-ανταγωνιστικές προσπάθειες περιορισμού της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου και τις επακόλουθες επιπτώσεις στις τιμές του μαύρου χρυσού. 

Παρά το λαϊκό αίσθημα όμως κατά του OPEC, οι νομοθετικές προτάσεις για τον περιορισμό της ασυλίας του Oργανισμού έχουν μέχρι στιγμής αποτύχει. 

Αρκεί να αναφέρουμε ότι πολλές παραλλαγές του εν λόγω νομοσχεδίου έχουν εισαχθεί περίπου 16 φορές από το 2000 και μετά, με πλήρη αποτυχία όσον αφορά την ψήφιση τους, ενώ πάντα πυροδοτούν έντονες αντιπαραθέσεις στο Κογκρέσο με τους υποστηρικτές του σχεδίου να κατηγορούν τους αντιπάλους τους ως «στρατιώτες» των πετρελαϊκών συμφερόντων και φίλους της Σαουδικής Αραβίας. 

Από την άλλη, όσοι εναντιώνονται στο νομοσχέδιο ΝOPEC όλα αυτά τα χρόνια μεταξύ άλλων προβάλλουν το επιχείρημα ότι οι αυξημένοι ρυθμιστικοί φόβοι, ως αποτέλεσμα του νομοσχεδίου, θα προκαλέσουν στο τέλος της ημέρας φυγή επενδυτικών κεφαλαίων από τις ΗΠΑ.

Εκφράζουν επίσης τις ανησυχίες τους ότι το νομοσχέδιο αυτό βασίζεται σε ένα «λαϊκίστικο κίνημα» και το επόμενο βήμα είναι οι καταλήψεις εργοστασίων που σχετίζονται με την παραγωγή ενέργειας και λοιπά περιουσιακά στοιχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες που ανήκουν σε ξένες κυβερνήσεις ή τις συνδεδεμένες με αυτές εταιρείες. Δεν αποκλείονται μάλιστα τα αντίποινα εναντίον των εταιρειών αμερικανικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται σε αυτές τις χώρες.

Από τις αρχές όμως του 2015 και μετά, έχουν επανέλθει οι υποστηρικτές μιας πιο αυστηρής, διεθνούς αντιμονοπωλιακής προστασίας για τους καταναλωτές των ΗΠΑ . 

Το 2016, η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία, οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί στον κόσμο, σχημάτισαν ένα σύμφωνο «ομάδας εργασίας» για την παρακολούθηση της αγοράς πετρελαίου σε τακτά χρονικά διαστήματα. Το 2018, ένα νομοσχέδιο NOPEC, που χρηματοδοτήθηκε από τον Steve Chabot, το R-OH και έξι επιπλέον δικομματικούς συνυποστηρικτές, εισήχθη εκ νέου από το 115ο Κογκρέσο, αλλά και πάλι απέτυχε να τεθεί σε ισχύ. 

Το 2021 όμως και το 2022, όταν η κυβέρνηση Μπάιντεν βρέθηκε αντιμέτωπη με τις αυξανόμενες τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, το νομοσχέδιο ΝOPEC βγήκε για άλλη μια φορά από το μπαούλο.

Στις 15 Νοεμβρίου 2021 μάλιστα, η θέσπιση του Νόμου για την Ενεργειακή Πολιτική παρείχε περιορισμένες, διακριτικές εκτελεστικές ρυθμιστικές εξουσίες για την αντιμετώπιση διεθνών αντιμονοπωλιακών συμπεριφορών, που ενδέχεται να προκύψουν μετά την ημερομηνία θέσπισης αυτού του νόμου. 

Υπενθυμίζουμε ότι στις 8 Μαρτίου του 2022, ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα που απαγορεύει την εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, ως απάντηση στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με σχεδόν ομόφωνη δικομματική υποστήριξη του Κογκρέσου. 

Εάν η δικομματική υποστήριξη του Κογκρέσου για την Ουκρανία συνεχιστεί, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερη εφαρμογή των υφιστάμενων διεθνών αντιμονοπωλιακών ρυθμιστικών εξουσιών όσον αφορά τις μελλοντικές σχέσεις ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. 

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το νομοσχέδιο του NOPEC εισήχθη εκ νέου στο 117ο Συνέδριο, από τον γερουσιαστή Τσάκ Γκράσλεϊ, ενώ ένα πανομοιότυπο νομοσχέδιο υποστηρίχθηκε και πάλι στη Βουλή των Αντιπροσώπων από τον βουλευτή Steve Chabot. 

Μένει τώρα να δούμε εάν οι προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν μπορεί να προκαλέσουν ακόμη μια ανανεωμένη και πλήρως δικομματική απάντηση, με την επανεκτίμηση της νομοθεσίας του NOPEC στο σύνολό της.  

Η ψήφιση του θα θέσει τις σχέσεις ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας σε μια νέα βάση

Εάν το νομοσχέδιο ΝOPEC εγκριθεί και από τα δύο σώματα του Κογκρέσου και υπογραφεί από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, τότε θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα που θα αλλάξει την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία των ΗΠΑ και θα ανατρέψει την ασυλία που απολαμβάνουν εδώ και δεκαετίες τα κράτη- μέλη του διεθνούς καρτέλ από ανάλογες νομικές πρωτοβουλίες.

Bλέπετε, εάν ψηφιστεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, τότε ο γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ θα αποκτήσει τη δυνατότητα να μηνύσει τον OPEC+ ή τα μέλη του, όπως η Σαουδική Αραβία ή η Ρωσία, σε ομοσπονδιακό δικαστήριο. 

Για πολλούς η υιοθέτηση αυτής της νομοθεσίας θα δώσει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ το «ραβδί» για την καταπολέμηση της χειραγώγησης της αγοράς πετρελαίου, καθώς θα έχει τη δυνατότητα να πιέσει τη Σαουδική Αραβία να απελευθερώσει την πλεονάζουσα παραγωγική της ικανότητα στην παγκόσμια αγορά, σταθεροποιώντας τις τιμές του πετρελαίου. 

Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη. 

Η μεγαλύτερη εμπορική ένωση που αντιπροσωπεύει τους πετρελαιοπαραγωγούς των ΗΠΑ-εφεξής API- έχει αντιταχθεί εδώ και καιρό στο νομοσχέδιο NOPEC, υποστηρίζοντας ότι στο τέλος της ημέρας θα βλάψει τους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου των ΗΠΑ. 

Ο Mike Sommers, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της API, δήλωσε ότι η NOPEC «θα δημιουργούσε περαιτέρω αστάθεια στην αγορά και θα επιδείνωνε τις υπάρχουσες προκλήσεις στο διεθνές εμπόριο. Μια τέτοια νομοθεσία δεν θα ήταν χρήσιμη σε οποιαδήποτε κατάσταση της αγοράς στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον.»

Μια ανησυχία του κλάδου είναι ότι η νομοθεσία NOPEC θα μπορούσε τελικά να προκαλέσει ένα άτυπο «πόλεμο» τιμών μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας, κατά τον οποίο οι Σαουδάραβες θα προβούν σε υπερπαραγωγή, οδηγώντας τις τιμές σε τόσο χαμηλά επίπεδα που οι αμερικανικές ενεργειακές εταιρείες θα δυσκολεύονται να ενισχύσουν την παραγωγή. 

Δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε που η Σαουδική Αραβία θα «ματώσει» τις τιμές προκειμένου να βγάλει εκτός χάρτη τους αντιπάλους της που έχουν υψηλότερο break even.

Βλέπετε, η Σαουδική Αραβία όπως και άλλες χώρες του OPEC έχουν την πιο φθηνή παραγωγή πετρελαίου στον κόσμο. O αμερικανικός σχιστολιθικός κλάδος όμως κάτω από ένα επίπεδο τιμών δεν μπορεί να παράγει για τον απλούστατο λόγο ότι έχει ζημιές.

Ένα «κύμα» λοιπόν πετρελαίου από τους παραγωγούς του OPEC, ακόμη και αυτή την περίοδο που όλοι ανησυχούν για την πορεία των ρωσικών προμηθειών, θα μπορούσε να «παγώσει» τις αμερικανικές γεωτρήσεις.

Τα κράτη του OPEC όμως θα μπορούσαν να αντεπιτεθούν και με άλλους τρόπους.

Το 2019 για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία είχε απειλήσει ότι στην περίπτωση που η Ουάσιγκτον ενέκρινε μια έκδοση του νομοσχεδίου NOPEC, τότε θα πουλούσε το πετρέλαιο της σε νομίσματα διαφορετικά από το δολάριο. Κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την ιδιότητα του δολαρίου ως κύριο αποθεματικό νόμισμα στον κόσμο και θα μείωνε την επιρροή της Ουάσιγκτον στο παγκόσμιο εμπόριο.

Η Σαουδική Αραβία επίσης θα μπορούσε να τερματίσει τις εμπορικές της σχέσεις με τους αμυντικούς εργολάβους των ΗΠΑ, αγοράζοντας όπλα εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Τέλος, το Βασίλειο και οι άλλοι παραγωγοί του ΟPEC θα μπορούσαν να περιορίσουν τις επενδύσεις των ΗΠΑ στις χώρες τους ή απλώς να αυξήσουν τις τιμές τους για το πετρέλαιο που πωλείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπονομεύοντας τον βασικό στόχο του νομοσχεδίου.

Συμπερασματικά, η θέσπιση του NOPEC έχει σαν στόχο να καταπολεμήσει τις υψηλές τιμές και τις αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές του καρτέλ, διασφαλίζοντας μια ελεύθερη, διαφανή και σταθερή αγορά πετρελαίου με σημαντικά μειωμένο κίνδυνο απότομων μεταβολών στην τιμή και την προσφορά. 

Είναι όμως έτσι; Ή μήπως έχει δίκιο ο Mark Finley, συνεργάτης στον τομέα της ενέργειας στο Baker Institute του Rice University όταν λέει ότι «είναι πάντα κακή ιδέα να κάνεις πολιτική όταν είσαι θυμωμένος»; 

[email protected]

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά,συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.