Των Βασίλη Γεώργα – Γιώργου Φιντικάκη
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα αποδεικνύεται για την κυβέρνηση η δεύτερη αξιολόγηση καθώς ο όρος για να κλείσει η συμφωνία, να μην επιστρέψει ο εφιάλτης του 2015 στην οικονομία και να δεχτούν οι δανειστές να συζητήσουν χαμηλότερα πλεονάσματα μετά το 2021 είναι να νομοθετήσει εδώ και τώρα η Αθήνα όλα τα διαρθρωτικά και δημοσιονομικά μέτρα, χωρίς την παραμικρή έκπτωση.
Το στίγμα αυτό δίνουν κορυφαίοι οικονομικοί παράγοντες με άμεση εμπλοκή στη διαπραγμάτευση, δείγμα ότι κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη για μια ακόμη φορά με το μαρτύριο του Σίσυφου και υποχρεωμένη να πιει το πικρό ποτήρι μέτρων με αναμφισβήτητο για την ίδια πολιτικό κόστος.
Το ερώτημα είναι αν θέλει και αν μπορεί η κυβέρνηση να καταπιεί μια τέτοια δυσκολοχώνευτη πολιτικά συμφωνία, ή θα επιλέξει την καθυστέρηση και τη «σύγκρουση» και ποντάροντας σε αλλαγή των εκλογικών συσχετισμών στη Γερμανία με τον Σουλτς να παίρνει τη θέση της Μέρκελ όπως άφησε να εννοηθεί χθες και ο Γιάννης Δραγασάκης.
Στην εμπλοκή που καταγράφεται τα τελευταία 24ωρα στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς και η οποία κατά πληροφορίες οδήγησε τουλάχιστον δύο φορές μέσα στην εβδομάδα σε κρίση τις σχέσεις των δύο πλευρών, ρόλο κλειδί δεν έχουν μόνο οι απαιτήσεις για περικοπές συντάξεων και μείωσης του αφορολογήτου, αλλά και το είδος των λεγόμενων «αντισταθμιστικών» μέτρων.
Κοινή θέση του Βερολίνου και των «ξαδελφιών από τις ΗΠΑ» όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε το ΔΝΤ οικονομικός παράγοντας που συμμετέχει στο φόρουμ των Δελφών, είναι τα αντισταθμιστικά αυτά μέτρα να μην είναι «επ' ουδενί επιδοματικής κατεύθυνσης όπως θέλει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά αμιγώς αναπτυξιακά». Δηλαδή μέτρα όχι όπως η μείωση του ΦΠΑ στο ρεύμα, ή η ελάφρυνση του ΕΝΦΙΑ, αλλά ελαφρύνσεις στους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων όσο στα εισοδήματα των παραγωγικών τάξεων.
Η ένταση της συζήτησης για το σχήμα «μέτρα-αντίμετρα» είναι τόσο μεγάλη αυτές τις ώρες, ώστε στελέχη με γνώση της διαπραγμάτευσης κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου να μην αποτελέσουν την αιτία ώστε η τρόικα αποχωρήσει από το τραπέζι της συζήτησης και η Αθήνα να βρεθεί για μια ακόμη φορά στα κρύα του λουτρού. Οι πληροφορίες φέρουν τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο να έχει απειλήσει ότι θα αποχωρήσει από τη συζήτηση με τους δανειστές τουλάχιστον δύο φορές με αφορμή τις απανωτές απορριπτικές απαντήσεις των δανειστών στις ελληνικές προτάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με παράγοντα κοντά στη διαπραγμάτευση, δεν είναι ακόμη καν σίγουρο ότι «τα καλά μέτρα θα ψηφιστούν μαζί με τα κακά όπως διατείνεται η ελληνική κυβέρνηση ότι έχει συμφωνήσει.
Κρίσιμες ώρες
Την ίδια ώρα που τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και παράγοντες της Κομισιόν, μεταφέρουν κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας ότι η αξιολόγηση θα κλείσει εγκαίρως, είναι ταυτόχρονα σαφές ότι οι εξελίξεις προσλαμβάνουν έναν «εκβιαστικό χαρακτήρα» λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης αλλά και της εκλογικής αναμέτρησης της 15ης Μαρτίου στην Ολλανδία.
Η πίεση που ασκείται προς όλες τις πλευρές για τεχνική συμφωνία (staff level agreement) έχει ως στόχο να μην ξεπεραστεί το ορόσημο της 20ης Μαρτίου οπότε είναι προγραμματισμένο το επόμενο Eurogroup και ει δυνατόν να έχουν κλείσει οι διαπραγματεύσεις μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή. Πρώτος έδωσε το στίγμα ο επικεφαλής EWG Τόμας Βίζερ λέγοντας από το φόρουμ των Δελφών ότι είναι εφικτό να κλείσει η συμφωνία μέχρι την ερχόμενη Παρασκευή, και τη σκυτάλη πήρε χθες υψηλόβαθμος οικονομικός παράγοντας βάζοντας ακόμη πιο εμφατικά ως τελευταίο ορόσημο τη συγκεκριμένη μέρα. Τα τελευταία 24ωρα άλλωστε οι τραπεζίτες κρούουν επανειλημμένα προς την κυβέρνηση τον κώδωνα του κινδύνου ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση προς τον Απρίλιο-Μάιο μπορεί να οδηγήσει σε επιταχυνόμενη εκροή καταθέσεων και να έχει ως αποτέλεσμα τη περαιτέρω την περαιτέρω σκλήρυνση, αντί για ελάφρυνση, των capital controls, την επιδείνωση του προβλήματος των κόκκινων δανείων ή και ακόμη μια νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Χρέος και πλεονάσματα στο τραπέζι
Κλειδί για να ανοίξει η πόρτα της συμφωνίας είναι τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους και η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5% μετά από μια τριετία, δηλαδή από το 2021 και μετά. Δίχως να μπορεί η κυβέρνηση να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τα μέτρα για το χρέος για να χρυσώσει το χάπι της περικοπής των συντάξεων και του αφορολογήτου, και κυρίως χωρίς να γνωρίζει κανείς αν έχει μετακινηθεί το Βερολίνο από την αρχική του θέση για διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους μέσω της διατήρησης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων επί μια δεκαετία, εντούτοις αυτά φαίνεται ότι επιχειρείται να μπουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ως τρόπος με τον οποίο το ΔΝΤ θα επιστρέψει στο ελληνικό πρόγραμμα και η ΕΚΤ θα ανάψει το πράσινο φως για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση.,
Η πρόταση που διατύπωσε από το φόρουμ των Δελφών ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας προβάλλεται ως μια συμβιβαστική «άσκηση» ήπιας ελάφρυνσης του χρέους που θα μπορούσε να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών.
Αφενός συνίσταται στην μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2% μετά το 2021 προκειμένου να απελευθερωθούν δημοσιονομικοί πόροι που θα χρηματοδοτήσουν μειώσεις φόρων και εισφορών στην παραγωγή προκειμένου να επιτυγχάνονται υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης. Αφετέρου η πρόταση προβλέπει την ελάφρυνση της πληρωμής των τόκων που από το 2021-2022 και μετά αυξάνονται κατακόρυφα από το 2,5% στο 6,5% του ΑΕΠ, κατά τρόπο ώστε σε καμία χρονιά το κόστος πληρωμής τόκων και χρεολυσίων να μην ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ.
Ακόμη, όμως, κι αν γίνει μια τέτοια συζήτηση για το χρέος και τα πλεονάσματα, αυτή πιθανόν δεν θα αφορά παρά μόνο ένα πλαίσιο εγγυήσεων δίχως αναλυτική εξειδίκευση και κυρίως δίχως να γλυκαίνει πολιτικά το βάρος που πρέπει να σηκώσει η κυβέρνηση. Προϋπόθεση για να γίνει η συζήτηση για το χρέος, είναι, όπως έλεγε κορυφαίο στέλεχος με γνώση των διαπραγματεύσεων, αρχικά η οριστικοποίηση του staff level agreement, η αποδοχή και ψήφιση από τη Βουλή όλων των διαρθρωτικών μέτρων δίχως εκπτώσεις, και μόνο τότε θα μπορεί να έρθει στο Eurogroup η συζήτηση και η πιθανή λήψης κάποιας απόφασης για το χρέος.
Με άλλα λόγια η κυβέρνηση καλείται να προνομοθετήσει τις προσεχείς εβδομάδες μέτρα για περικοπές συντάξεων και αύξηση φόρων, χωρίς να είναι σίγουρη ότι τελικά οι εταίροι και ειδικά οι πιο σκληροί εξ αυτών θα ανάψουν το πράσινο φως σε κάποιο Eurogroup για το χρέος και θα της δώσουν μια συμφωνία που θα μπορεί να διαχειριστεί πολιτικά.
Υπό αυτή την έννοια είναι εύλογο το άγχος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ που θα κληθεί να περάσει από τη Βουλή σκληρά μέτρα λιτότητας δίχως να έχει διασφαλίσει ούτε το χρέος, ούτε όμως ένα ικανοποιητικό περιτύλιγμα αντισταθμιστικών ωφελημάτων.
Σαν να λέμε ότι μια αριστερή κυβέρνηση θα βρεθεί να κόβει συντάξεις και ταυτόχρονα να μειώνει τη φορολογία στις επιχειρήσεις αντί να δίνει επιδόματα στις ομάδες τις οποίες διατείνεται ότι θέλει να προστατεύσει.