Αντίθετοι στις προτάσεις της ΡΑΕ για τη κατηγοριοποίηση των τιμολογίων με διαβάθμιση κινδύνου, αλλά και στην καθιέρωση εντύπων λογαριασμών με ενιαία μορφή, εμφανίζονται οι προμηθευτές ρεύματος. Ζητήματα ανταγωνισμού και μονοπωλίου των υδροηλεκτρικών από την ΔΕΗ, θέτει ταυτόχρονα στην δική της παρέμβαση η Mytilineos.
Οι απαντήσεις των προμηθευτών αφορούν τις νέες προτάσεις της ΡΑΕ για διαμόρφωση τριών ξεχωριστών κατηγοριών τιμολογίων με διαβάθμιση κινδύνου και συγκεκριμένα τα σταθερά, να προσδιορίζονται ως τιμολόγια «μηδενικού κινδύνου», τα κυμαινόμενα με όριο προσαύξησης ως «οριοθετημένου κινδύνου» και τα κυμαινόμενα χωρίς όριο προσαύξησης ως «υψηλού κινδύνου».
Στην πράξη, οι προμηθευτές υποστηρίζουν ότι με τις προτεινόμενες παρεμβάσεις περιορίζεται ο ανταγωνισμός και ταυτόχρονα είναι αυξημένος ο κίνδυνος, ειδικά με τη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση των τιμολογίων, να ζημιωθεί ο καταναλωτής.
Σύμφωνα με τον Ελληνικό Σύνδεσμο Προμηθευτών, ένα σταθερό τιμολόγιο με δέσμευση δύο ετών που θα χαρακτηρίζονταν ως «μηδενικού κινδύνου», θα μπορούσε να μοιάζει ελκυστικό για τον καταναλωτή, έναντι ενός τιμολογίου «υψηλού κινδύνου». Εξηγεί ωστόσο, ότι όταν θα αποκλιμακωθούν τους επόμενους μήνες οι σημερινές τιμές χονδρεμπορικής, τότε το τιμολόγιο «μηδενικού κινδύνου» θα είναι ιδιαίτερα επιζήμιο για τον καταναλωτή ο οποίος, έως την ολοκλήρωση της σύμβασης του, θα αναγκαστεί να προμηθεύεται ενέργεια σε τιμές πολύ υψηλότερες από εκείνες που θα αντιστοιχούσαν σε ένα κυμαινόμενο τιμολόγιο.
Αιχμές από τη Mytilineos
Στην δική της παρέμβαση, η Mytilineos ανοίγει θέμα λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά, τονίζοντας ότι προϋπόθεση για τις όποιες ρυθμιστικές παρεμβάσεις είναι η αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων.
«Η ρυθμιστική βελτίωση της λειτουργίας της προμήθειας ηλεκτρισμού, προϋποθέτει, πριν από οποιαδήποτε παρέμβαση σε επίπεδο «μορφής» της προσφοράς ή και του περιεχομένου των τιμολογίων, την αναγνώριση και προτεραιοποίηση αντιμετώπισης των πραγματικών αιτιών και το διαχωρισμό τους από ενδεχομένως προβληματικές πρακτικές που συνδέονται περισσότερο με τα συμπτώματα παρά με τις χρόνιες παθογένειες που εκείνη αντιμετωπίζει», αναφέρει χαρακτηριστικά, ενώ θέτει το θέμα της ανάγκης για ίση πρόσβαση στα υδροηλεκτρικά.
«Στην Ελλάδα, παρά την πληθώρα των εναλλακτικών παρόχων, η οριζόντια κινητικότητα των πελατών και η αλλαγή εκπροσώπησης παραμένει φτωχή. Η μη ισότιμη πρόσβαση στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα παραγωγής (όπου η ΔΕΗ διατηρεί την αποκλειστική και προνομιακή πρόσβαση στην υδροηλεκτρική παραγωγή), σε συνδυασμό με την υπερδεσπόζουσα θέση του ιστορικού παρόχου στην προμήθεια, δυσχεραίνει σημαντικά την ανάπτυξη μιας υγιούς ανταγωνιστικής αγοράς και την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας και των τιμών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στον τελικό καταναλωτή. Όπως άλλωστε έχει τονιστεί στο παρελθόν από την ίδια τη ΡΑΕ, πραγματικός ανταγωνισμός μπορεί να επιτευχθεί μόνο με «διαφοροποίηση του μείγματος καυσίμου που χρησιμοποίει κάθε εταιρεία παραγωγής, ώστε όλοι οι ανταγωνιστές να μπορούν να έχουν περίπου ίδιο μέσο κόστος», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Επικαλείται μάλιστα κοστολογικά στοιχεία αναφορικά με τα τιμολόγια της ΔΕΗ, υποστηρίζοντας ότι «οι περισσότεροι προμηθευτές αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα συγκεκριμένα ύψη τιμών, η υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών οδηγεί σε αυξανόμενη και εκ νέου επιστροφή/μετακίνηση καταναλωτών προς τη ΔΕΗ, έχοντας ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο κλείσιμο της αγοράς και την περαιτέρω εξασθένιση του ανταγωνισμού στην αγορά λιανικής».