Με την ευρωπαϊκή οικονομία να επιστρέφει σε συνθήκες ύφεσης και τις εκτιμήσεις για την ανεργία να είναι ζοφερές για το επόμενο εξάμηνο, έχει ανοίξει μία ευρεία συζήτηση για το αν και μέχρι πότε θα πρέπει οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν τα προγράμματα στήριξης της οικονομίας, τη διοχέτευση φθηνού χρήματος και τους χαλαρούς δημοσιονομικούς κανόνες.
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, τα οποία «καίνε» την Ελλάδα καθώς λόγω της πανδημίας δεν ισχύει το αυστηρό πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, η χώρα μας έχει μπροστά της ένα παράθυρο ευκαιρίας διάρκειας ενάμιση σχεδόν έτους. Διότι η στρατηγική που δείχνει να επικρατεί αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη είναι η επαναφορά αυστηρών κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας από το 2022 για να συγκρατηθεί η δεδομένη εκτίναξη των κρατικών χρεών και των ελλειμμάτων.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να ωφελείται σημαντικά από την προσωρινή «απενεργοποίηση» των δημοσιονομικών κανόνων, όμως κάθε ευρώ που δαπανά σήμερα – και πέρα από τις πραγματικές δημοσιονομικές της δυνατότητες – θα το… βρει μπροστά της. Με άλλα λόγια αν δεν γίνει προσεχτική διαχείριση φέτος και το 2021, η κυβέρνηση θα κληθεί από το 2022 να σφίξει τα λουριά ακόμη περισσότερο, ενδεχομένως και απότομα, γεγονός που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη στρατηγική σταδιακής μείωσης των φορολογικών και άλλων μνημονιακών βαρών.
Στο βασικό σενάριο των μεγαλύτερων επενδυτικών οίκων, τα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας θα επηρεάζουν την οικονομική δραστηριότητα τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2021 και το 2022 θα είναι το πρώτο έτος που θα θυμίζει την προ πανδημίας κατάσταση. Μέχρι τότε, η Ελλάδα θα έχει λάβει σημαντικά ποσά μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και παράλληλα θα παραμείνει σε ισχύ η ρήτρα διαφυγής, που συνεπάγεται παράταση της χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής για να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.
Η Γερμανία δείχνει το δρόμο
Το ζήτημα που προκύπτει είναι τι θα προλάβει να κάνει η Ελλάδα μέχρι το τέλος του 2021 και ποιο θα είναι το πλαίσιο που θα ισχύσει στη συνέχεια. Η Γερμανία έδειξε ήδη το δρόμο. Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2021 και στο μεσοπρόθεσμο - εκτείνεται έως το 2024 – που κατατέθηκαν την περασμένη εβδομάδα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η γερμανική κυβέρνηση προετοιμάζεται ήδη για την επιστροφή στη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, άπαξ και διαφανεί το τέλος της πανδημίας.
Ενώ ο γερμανικός προϋπολογισμός για το 2021 περιλαμβάνει αρκετά μέτρα που στοχεύουν στο να στηρίξουν την οικονομία στα πρώτα βήματα ανάκαμψης, το 2022 θα τεθεί εκ νέου σε ισχύ ο κανόνας που έχει μείνει γνωστός ως «φρένο χρέους» και προβλέπει διαρθρωτικό έλλειμμα όχι μεγαλύτερο του 0,35% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, η γερμανική κυβέρνηση θέλει να συρρικνώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 2,7% του ΑΕΠ το 2021, μετά το υπερβολικά υψηλό για τα δεδομένα της Γερμανίας έλλειμμα του 6,6% που αναμένεται φέτος, ενώ το 2022 προβλέπεται η επιστροφή σε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό με στόχο για έλλειμμα μόλις στο 0,3% του ΑΕΠ.
Ο μεγάλος κίνδυνος, η απευκταία εξέλιξη που θα μπορούσε να αλλάξει τα πλάνα της Γερμανίας και ολόκληρης της Ευρώπης είναι φυσικά η πανδημία καθώς στην περίπτωση που η ανάκαμψη δεν ανεβάσει ταχύτητα κατά τη διάρκεια του 2021, όλα είναι πιθανά.
Το θέμα είναι ότι η οικονομία της Γερμανίας αναμένεται να ανακάμψει πολύ ταχύτερα από πολλές άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης. Αν, λοιπόν, η Γερμανία ανακάμψει πλήρως και ζητήσει την επαναφορά αυστηρών κανόνων για όλους, δημιουργείται ένας ιδιαίτερα σοβαρός κίνδυνος. Αρκετές οικονομίες να μείνουν πολύ πίσω αφού δεν θα έχουν προλάβει να ξεπεράσουν τα προβλήματα της πανδημίας και θα κληθούν να ακολουθήσουν δημοσιονομική πειθαρχεία πολύ πρόωρα, μία εξέλιξη που θα τις συνοδεύει για πολλά χρόνια, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Ελλάδας.