Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ένας από τους λόγους που οι τραπεζικές μετοχές έχουν σημειώσει ράλι τελευταία είναι το ευνοϊκό κλίμα που διαμορφώνεται σε ότι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια καθώς πλέον έχουν νομοθετηθεί σχεδόν όλα τα εργαλεία τόσο για την πώληση ή διαχείρισή τους όσο και για τον εντοπισμό των «στρατηγικών κακοπληρωτών». Παρ' όλα αυτά, όσο και αν μειώνεται ο τεράστιος όγκος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στους τραπεζικούς ισολογισμούς και οι ελληνικές τράπεζες πιάνουν τους στόχους, ο συνολικός «λογαριασμός» για τους πολίτες παραμένει σχεδόν αμετάβλητος.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ένωσης Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, η ελληνική αγορά προβληματικών δανείων είναι η 4η μεγαλύτερη σε όγκο στην Ευρώπη καθώς προσεγγίζει τα 100 δισ. ευρώ. Από το σύνολο των NPEs, δάνεια ύψους 80 δισ. ευρώ βρίσκονται σήμερα στο ενεργητικό των τραπεζών, ενώ περίπου 20 δισ. ευρώ είναι εκτός ενεργητικού. Πρόκειται για τα δάνεια που έχουν αναλάβει οι 17 εταιρείες διαχείρισης που μέχρι στιγμής έχουν λάβει άδεια και εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Μέσα στην επόμενη τριετία και έως το τέλος του 2021, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) της ΕΚΤ να μειώσουν το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων χαμηλότερα από το 20%. Στα αναθεωρημένα πλάνα, μάλιστα, που υπέβαλαν στον SSM στα τέλη Μαρτίου, δεσμεύτηκαν να πουλήσουν δάνεια ύψους 30 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι μεσοπρόθεσμα θα δημιουργηθεί στην Ελλάδα μία αγορά που θα ξεπερνάει τα 50 δισ. ευρώ υπό διαχείριση, ποσό που δεν αποκλείεται να ξεπεραστεί.
Και αυτό γιατί αν οι τράπεζες αποφασίσουν να κινηθούν πιο επιθετικά θα προσπαθήσουν να μειώσουν το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων σε επίπεδα που συγκλίνουν με την υπόλοιπη Ευρώπη, ήτοι αρκετά χαμηλότερα από το 10%.
Ακόμη όμως και αν οι τράπεζες καταφέρουν να «ξεφορτωθούν» τα «κόκκινα» δάνεια, αυτά θα παραμείνουν στην οικονομία και θα αποτελούν ασφυκτική θηλιά για τους δανειολήπτες. Και μπορεί οι τράπεζες να ανακάμψουν και να είναι έτοιμες – όπως δηλώνουν και σήμερα – να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, αλλά αν δεν αποπληρωθεί ένα σημαντικό μέρος των 100 δις. ευρώ τότε δεν θα… υπάρχουν επιλέξιμοι δανειολήπτες για να πάρουν δάνεια. Εύλογα, λοιπόν, η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας θα καθυστερήσει και θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Αν η Ελλάδα καταφέρει να ανεβάσει ταχύτητα και να αναπτυχθεί με ρυθμούς της τάξης του 4% και 5%, τότε η οικονομική δραστηριότητα θα ανακάμψει αρκετά για να οδηγήσει σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και βελτίωση των οικονομικών προσδοκιών, με αποτέλεσμα να «πρασινίσουν» πιο εύκολα τα προβληματικά δάνεια.
Στον αντίποδα, αν η ανάπτυξη κορυφωθεί φέτος ή του χρόνου, όπως προβλέπουν στην πλειονότητά τους οι αναλυτές και μετά η οικονομία δεν καταφέρει να σημειώσει «ξέσπασμα» αλλά αναπτύσσεται με ρυθμούς πέριξ του 1% ή 1,5%, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα. Τα «κόκκινα» δάνεια θα συνεχίσουν για πολλά χρόνια να επιβαρύνουν τους πολίτες και οι εταιρείες διαχείρισης θα εγκλωβιστούν σε έναν φαύλο κύκλο αφού δεν θα μπορούν εύκολα να βρουν λύσεις για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Όπως, ωστόσο, ανέφεραν στελέχη που δραστηριοποιούνται στην αγορά διαχείρισης «κόκκινων» δανείων, η λειτουργία των Εταιριών Διαχείρισης Δανείων θα δράσει εξυγιαντικά στην αγορά και στην οικονομία, δεδομένου ότι ο βασικός σκοπός τους είναι να ξεκαθαρίσει την αγορά και να επιτρέψει στις εταιρείες που είναι βιώσιμες να εξυγιανθούν και να συνεχίσουν την υγιή λειτουργία τους και παράλληλα να εντοπισθούν όσες εταιρείες πρέπει να οδηγηθούν σε εκκαθάριση.
Επιπλέον, μέσα από τις βιώσιμες λύσεις που θα προσφέρει στους δανειολήπτες πολλά δάνεια που βρίσκονται σήμερα σε καθυστέρηση θα μετατραπούν σε ενήμερα, προς όφελος τόσο της ίδιας της επιχείρησης, των εργαζομένων της και των προοπτικών της, όσο και του τραπεζικού συστήματος. Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της διαχείρισης, μέσα από τις αλλαγές του ιδιοκτησιακού καθεστώτος ακινήτων που αντικειμενικά θα προκύψουν, θα ακολουθήσουν επιπλέον επενδύσεις επισκευών/αναβάθμισης των ακινήτων, που θα ωφελήσουν στο σύνολό τους την ελληνική οικονομία.
Οι εταιρίες αυτές σήμερα απασχολούν περί τα 2.000 άτομα αλλά ο αριθμός τους αναμένεται να υπερδιπλασιαστεί τα επόμενα χρόνια, με την πλειοψηφία των στελεχών να προέρχονται από τον τραπεζικό τομέα. Παράλληλα, με την ανάπτυξη της αγοράς αυτής των διαχειριστών έχει αναπτυχθεί επιπρόσθετα και ένας κλάδος υποστηρικτικών υπηρεσιών πχ. συμβούλων, νομικών υπηρεσιών, εισπρακτικών εταιριών, λογιστών, ειδικών στα φορολογικά θέματα, Εκτιμητών ακινήτων, Real Estate, Μηχανικών κτλ. που υποστηρίζει τις εργασίες των διαχειριστών, γεγονός που σημαίνει ότι συνολικά η αγορά διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απορροφήσει σημαντικό αριθμό εργαζομένων.