Του Απόστολου Σκουμπούρη
Είναι πολύ ευχάριστο, μέσα στην Ελλάδα της κρίσης και της χρεοκοπίας, όπου οι... συνήθεις ειδήσεις είναι αρνητικές περί κλεισίματος εταιρειών (βλέπε Raxevsky), αναστολής λειτουργίας βιομηχανιών, μείωσης προσωπικού ή φυγής στο εξωτερικό, να βλέπουμε (και) εταιρείες που ανακάμπτουν με σταθερά βήματα.
Η εταιρεία Παπουτσάνης, είναι ένα από τα πιο θεαματικά turn around story των τελευταίων ετών! Μια βιομηχανία με μεγάλη ιστορία, που «πατά» σε τρεις αιώνες, πέρασε δια πυρός και σιδήρου, έφτασε ένα βήμα πριν το κλείσιμο εν μέσω αποτυχημένων επιλογών στο management, όπως πλέον, δείχνει να πατάει γερά στην ανάκαμψη.
Μετά από πολλά χρόνια ταλαιπωρίας και συρρίκνωσης, η εταιρεία παρουσιάζει διαρκώς βελτιούμενη εικόνα, αυξάνοντας την παραγωγή της, εμπλουτίζοντας τα προϊόντα της, έχοντας μάλιστα καλές επιδόσεις στις εξαγωγές. Και είναι αξιοσημείωτη η «επιστροφή» της Παπουτσάνης, καθώς, μια πρώην πτωχευμένη εταιρεία κατάφερε και «γύρισε» μέσα στη... φωτιά της κρίσης.
Χθες η εταιρεία ανακοίνωσε τον κύκλο εργασιών της χρήσης 2018, επιβεβαιώνοντας το εξαιρετικό momentum που έχει «χτίσει», αλλά και τη διαρκώς αυξημένη συμμετοχή των εξαγωγών στο συνολικό τζίρο της.
Πιο αναλυτικά, οι πωλήσεις ανήλθαν σε 24,2 εκατ. ευρώ, έναντι 20,8 ευρώ το 2017, πετυχαίνοντας αύξηση κατά 17%, ενώ οι εξαγωγές έφτασαν στα 10 εκατ. ευρώ, αποτελώντας πλέον το 41% του τζίρου.
Η ανάπτυξη του κύκλου εργασιών της Παπουτσάνης οφείλεται στη διεύρυνση των συνεργασιών της ελληνικής σαπωνοποιίας με πολυεθνικές εταιρείες και σε νέες συνεργασίες που υλοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο με εταιρείες εκτός Ελλάδος. Στην ανάπτυξη των πωλήσεων συνέβαλε επίσης η τοποθέτηση επώνυμων προϊόντων Olivia σε νέες αγορές του εξωτερικού, κυρίως στις ΗΠΑ.
Θετική επίδραση είχε και η σημαντική αύξηση των πωλήσεων στην κατηγορία των ειδικών σαπωνομαζών, πρώτης ύλης για την παραγωγή στερεού σαπουνιού, που διοχετεύεται σε αγορές του εξωτερικού.
Το 23% του συνολικού κύκλου εργασιών προέρχεται από πωλήσεις επωνύμων προϊόντων της Παπουτσάνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το 33% από πωλήσεις προς τη ξενοδοχειακή αγορά, το 29% από παραγωγές προϊόντων για τρίτους (δηλαδή ιδιωτικής ετικέτας) και το 15% από βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών.
Κερδοφορία η εταιρεία δεν ανακοίνωσε, ενώ και ο ισολογισμός δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη.
Όμως θυμίζουμε πως στο πρώτο εξάμηνο του 2018, ο κύκλος εργασιών της είχε διαμορφωθεί στα 12 εκατ. ευρώ έναντι 10 εκατ. ευρώ το 1ο εξάμηνο του 2017, ενώ τα κέρδη προ φόρων έφτασαν σε 0,52 εκατ. ευρώ, έναντι 0,25 εκατ. ευρώ το α'' εξάμηνο του 2017, αυξημένα κατά 106%. Μάλιστα, τα κέρδη μετά φόρων είχαν διαμορφωθεί στο εξάμηνο στα 0,38 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 0,12 εκατ. ευρώ το α'' εξάμηνο του 2017, αυξημένα κατά 215%.
Σχολιάζοντας τις πωλήσεις του 2018 αλλά και τους στόχους της τρέχουσας χρονιάς, ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος της Παπουτσάνης ΑΒΕΕ, Μενέλαος Τασόπουλος τόνισε χθες πως «το 2019, η Παπουτσάνης συνεχίζει να εστιάζει στην επέκταση των εξαγωγών και των συνεργασιών της με μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, ενώ δίνει έμφαση στην ενίσχυση των επώνυμων προϊόντων της.
Η ανάπτυξη των πωλήσεών μας το 2018 μας γεμίζει ικανοποίηση και μας επιτρέπει να προσβλέπουμε σε τουλάχιστον αντίστοιχη ανάπτυξη το 2019, σε συνέχεια της ενίσχυσης της διοικητικής μας ομάδας και της περαιτέρω εξέλιξης της στρατηγικής μας».
Τα ηνία στον Μιχάλη Παναγή
Θυμίζουμε πως από την 1η Φεβρουαρίου 2019 τα ηνία, ως νέος διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας έχει αναλάβει ο κ. Μιχάλης Παναγής. Πρόκειται για manager με εγνωσμένα και απτά αποτελέσματα σε εταιρείες όπως Eurodrip την οποία εξυγίανε και οδήγησε σε ανάπτυξη, αλλά και Σελόντα, όπου έγινε καλό συμμάζεμα. Στη Σελόντα, έμεινε έως την 31η Ιανουαρίου 2019.
Σχέδια, νέα προϊόντα και επενδύσεις
H εταιρεία ήδη αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σαπουνιών και υγρών καλλυντικών στην Ευρώπη. Η Παπουτσάνης κατέχει ηγετική θέση στην κατηγορία σαπουνιού σε μπάρες, ενώ αποτελεί τον μεγαλύτερο προμηθευτή ξενοδοχειακών προϊόντων προσωπικής περιποίησης στην Ελλάδα.
Παράλληλα, η εταιρεία δρομολογεί το λανσάρισμα δικών της brands, ετοιμάζοντας να εισέλθει στα ελληνικά super markets με νέα κατηγορία προϊόντος, η οποία θα φέρει το brand name «Παπουτσάνης».
Η βιομηχανία επενδύει στρατηγικά στην προώθηση των εξαγωγών της και αυτός είναι ο λόγος που έφτασαν στο 41% των συνολικών πωλήσεών της. Συνολικά, παράγει πάνω από 100 εκατ. τεμάχια έτοιμου προϊόντος ετησίως και πραγματοποιεί εξαγωγές σε περισσότερες από 25 χώρες, σε Ευρώπη, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία ενώ υπάρχει στόχευση για άνοιγμα σε αγορές Ασίας και ειδικά οι χώρες της Κίνας και της Νότιας Κορέας.
Τα ξενοδοχειακά προϊόντα της Παπουτσάνης (Olivia, Skin Essentials, Karavaki) και τα ξενοδοχειακά προϊόντα Κορρέ - σε συνεργασία με την ομώνυμη εταιρεία- διανέμονται στις μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες και τουριστικές μονάδες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Το Μάιο του 2018 ανακοινώθηκε η στρατηγική συνεργασία με την αμερικανική Windmill Health Products, για τη διάθεση της σειράς προϊόντων περιποίησης προσώπου, σώματος και μαλλιών OLIVIA στην Αμερική. Μια συνεργασία μεγάλων προσδοκιών, με στόχο την περαιτέρω διείσδυση στην αγορά των ΗΠΑ μέσω της τοποθέτησης των προϊόντων OLIVIA σε ανεξάρτητα φαρμακεία της χώρας, ενώ από το 2019 η διανομή θα επεκταθεί σε μεγάλες αλυσίδες φαρμακείων.
Η μακρά ιστορία της Παπουτσάνης
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1870 στο Πλωμάρι της Λέσβου από τον Δημήτρη Παπουτσάνη, ο οποίος με πρώτη ύλη τα φυτικά έλαια ίδρυσε τη φερώνυμη σαπωνοποιία, καθώς αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα την ανάγκη της σαπωνοβιομηχανίας.
Το 1899 οι τρεις γιοί του ίδρυσαν την πρώτη εταιρεία Παπουτσάνης, ενώ το 1913 οι εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν στον Πειραιά.
Από το 1917 έως το 1936 που ξεκίνησε η αρωματική σαπωνοποιία, το εργοστάσιο Παπουτσάνη του Πειραιά παρήγε πράσινο σαπούνι μπουγάδας και κύβους σαπουνιού Μασσαλίας.
Το διώροφο αυτό εργοστάσιο λειτούργησε έως το χειμώνα του ''44, οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο βομβαρδισμό του Πειραιά.
Ένα χρόνο μετά το βομβαρδισμό φτιάχτηκε νέο εργοστάσιο, ενώ το 1967 η μονάδα μεταφέρθηκε στην Κάτω Κηφισιά, όπου χτίστηκαν καινούριες εγκαταστάσεις.
Η εταιρεία εισήχθη στο ελληνικό χρηματιστήριο στις 16 Αυγούστου του 1972, ενώ στις αρχές του 1990 η οικογένεια Παπουτσάνη μεταβίβασε τις μετοχές στον όμιλο Δαυίδ. Το 2001 δημιουργήθηκε το σύγχρονο εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων προσωπικής φροντίδας στη Ριτσώνα Ευβοίας, σε οικόπεδο 60.000τμ.,. αποτελώντας τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής σαπουνιού στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.