Ήταν περίπου μισό αιώνα μετά την Ελληνική Επανάσταση, το 1870, όταν το κατάφυτο από ελαιόνεντρα νησί του Βορείου Αιγαίου η Λέσβος, ενέπνευσε τον επιχειρηματία της εποχής Δημήτρη Παπουτσάνη να κατασκευάσει το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο παραγωγής ελαιολάδου και σαπωνοποιείου της περιοχής.
Με ποιοτικές πρώτες ύλες αρχίζει να παράγει πράσινο σαπούνι ελαιόλαδου και έτσι ανοίγεται ο «δρόμος» για τη δημιουργία μιας ιστορικής εταιρείας με επιτυχημένη πορεία στο εγχώριο, και όχι μόνο, επιχειρείν.
Σαράντα τρία χρόνια αργότερα η επιτυχία που γνώρισε η εταιρεία από την Λέσβο οδηγεί την Παπουτσάνης να μεταφέρει τη μονάδα παραγωγής της από το νησί στον Πειραιά και γράφει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της με την κατασκευή ενός από τα πρώτα εργοστάσιο παραγωγής σαπουνιού στην Ελλάδα.
Η εταιρεία σταδιακά και μέσα στο χρόνο «ενηλικιώθηκε» και άρχισε να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες στη χώρας, ενώ άρχισε να καταγράφει το δικό της «growth story» στις διεθνείς αγορές. Πλέον προϊόντα της εταιρείας βρίσκονται στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αγορές, όπως της Αγγλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας, ενώ η εταιρεία έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές της και εκτός της Γηραιάς Ηπείρου, στις ΗΠΑ, στον Καναδά, το Μεξικό, στην Αυστραλία και στο Χονγκ-Κονγκ.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, η εταιρεία διαθέτει εκτεταμένο δίκτυο διανομής με περισσότερα από 6.000 σημεία πώλησης στη λιανική, επίλεκτα σημεία σε φαρμακεία, duty free και ξενοδοχειακές μονάδες.Η περυσινή χρονιά ήταν σίγουρα μία από τις πιο απρόβλεπτες για τις επιχειρήσεις της χώρας, καθώς η πανδημία του κορονοϊού δημιούργησε διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, καθυστερήσεις στην παράδοση πρώτων υλών, επηρέασε τις εξαγωγές προϊόντων και μείωση την καταναλωτική δαπάνη.
Ιδιαίτερα για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται άμεσα και έμμεσα στον κλάδο του τουρισμού, οι επιπτώσεις ήταν έντονες, καθώς οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και ο φόβος για μετάδοση της πανδημίας, καθήλωσαν την τουριστική κίνηση σε ιστορικά χαμηλά.
Ωστόσο, η Παπουτσάνης, η οποία προμηθεύει ξενοδοχειακά συγκροτήματα με τα προϊόντα της, όχι μόνο αντιστάθηκε στις απώλειες αλλά και αξιοποίησε την πανδημία. Δείχνοντας πρωτόγνωρα αντανακλαστικά προχώρησε στην παραγωγή αντισηπτικών και απολυμαντικών προϊόντων για επιφάνειες. Στην αγορά, ελληνική και διεθνή, υπήρξαν ελλείψεις στα παραπάνω προϊόντα εξαιτίας της αυξημένης καταναλωτικής ζήτησης και έτσι η ελληνική εταιρεία «έπιασε» το momentum και κάλυψε διαρκείς καταναλωτικές ανάγκες.
Το αποτέλεσμα είναι ο κύκλος εργασιών της εταιρείας το 2020 να αυξηθεί κατά 33% στα 40,8 εκατ.ευρώ έναντι 30,7 εκατ.ευρώ το 2019, και τα κέρδη της να υπερδιπλασιαστούν συγκριτικά με το 2019, καθώς ενισχύθηκαν από τα 1,3 εκατ.ευρώ της χρήσης του 2019, στα…7,5 εκατ.ευρώ το 2020.
Για φέτος η εισηγμένη εκτιμά ότι θα καταγράψει διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης με τα σαπούνια και τα αντισηπτικά να αποτελούν την «αιχμή του δόρατος» για την ανάπτυξη της εταιρείας. Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες η εισηγμένη κάνει «monitoring» των αγορών του εξωτερικού, προετοιμάζοντας το επόμενο «χτύπημα» που δεν είναι άλλο από το λανσάρισμα απολυμαντικών επιφανειών-και-στις αγορές του εξωτερικού.
Το «growth story» της εισηγμένης συνεχίζεται να γράφεται και φέτος, όπου έως το καλοκαίρι ολοκληρώνεται το επενδυτικό πλάνο με στόχο τον διπλασιασμό της δυναμικότητας στη μορφοποίηση σαπώνων, την περαιτέρω μείωση του παραγωγικού κόστους και την είσοδο σε νέα προϊόντα, όπως η συνθετική σαπωνόμαζα.
Η αναπτυξιακή δυναμική της εταιρείας αποτυπώνεται και στο ταμπλό, με τη μετοχή να καταγράφει το δικό της ράλι. Πέρυσι τέτοια εποχή η αξίας της μετοχής κινούνταν στα επίπεδα του 1,48 ευρώ, ενώ πλέον διαπραγματεύεται στην περιοχή των 2,22 ευρώ. Η τιμή της μετοχής κατέγραψε δηλαδή άνοδο 50% σε ένα χρόνο, ένω έως τα τέλη 2022 η Beta έχει θέσει έως τιμή - στόχο τα 4,05 ευρώ.
Το πιο πρόσφατο κεφάλαιο του «success story» της εισηγμένης είναι η αύξηση του ποσοστού της 3Κ Investments στην εταιρείας. Μία κίνηση πρωτόγνωρη για την επενδυτική, καθώς είναι από τις λίγες φορές που αποκτά συμμετοχή πάνω από το 5% σε μία εισηγμένη.