Με τη διάλυση της βραχύβιας Βουλής άρχισε και επίσημα η προεκλογική περίοδος ενόψει των εκλογών της 25ης Ιουνίου. Αυτή την φορά, σε αντίθεση με τις εκλογές της 21ης Μαΐου, φαίνεται πως η οικονομία θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων.
Μία πρώτη γεύση της νέας πραγματικότητας πήραμε ήδη με αφορμή δηλώσεις σχετικές με τα φορολογικά προγράμματα του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ. Με τα προγράμματα των δύο κομμάτων είχαμε ασχοληθεί λίγο πριν τις εκλογές της 21ης Μαΐου (Οι εξαγγελίες υπερφορολόγησης ανησυχούν τους επενδυτές). Είχαμε δει τότε πως και τα δύο κόμματα προτίθενται να αυξήσουν τους συντελεστές φορολόγησης των διανεμόμενων μερισμάτων, πως και τα δύο έχουν σαν στόχο τη φορολόγηση των «υπερκερδών». Επίσης, στα προγράμματά τους περιέχονται και προβλέψεις που συνιστούν μία έμμεση φορολόγηση των επιχειρήσεων του τομέα της ενέργειας.
Προφανώς, τα προγράμματα όλων των κομμάτων δεν είναι εύκολο να αλλάξουν και, επίσης προφανώς, δεν έχουν αλλάξει. Όμως η έναρξη μίας νέας προεκλογικής περιόδου γίνεται η αφορμή για μία πιο διεξοδική συζήτηση πάνω σε αυτά. Έτσι φαίνεται πως γίνεται και με τις προτάσεις των δύο κομμάτων για τα ζητήματα της φορολόγησης των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Μετά από κάποιες δηλώσεις εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ την Δευτέρα, οι οποίες προκάλεσαν σύγχυση, ήρθαν οι διευκρινίσεις της ίδιας της κ. Χρονοπούλου, ακολούθησαν δηλώσεις του εκπροσώπου Τύπου του κόμματος σχετικά με τη φορολογική πολιτική, ενώ στο ίδιο θέμα τοποθετήθηκε και άλλο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής αντιπαράθεσης με εκπροσώπους της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
Από τις αρχικές δηλώσεις και τις διευκρινίσεις της κ. Χρονοπούλου, τις δηλώσεις του εκπροσώπου Τύπου κ. Μάντζου και την τηλεοπτική παρουσία του κ. Δουδωνή βγήκαν δύο χρήσιμα συμπεράσματα που ξεκαθαρίζουν λίγο την κατάσταση σχετικά με τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ για τη φορολογική πολιτική. Πρώτο συμπέρασμα είναι πως το κόμμα προτίθεται να αυξήσει τον συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων που διανέμουν οι ελληνικές επιχειρήσεις από τον ισχύοντα 5% σε έναν κλιμακωτό συντελεστή που θα ανεβαίνει στο 10% για το ποσό των μερισμάτων από 50.000 μέχρι 100.000 Ευρώ και θα φτάνει στο 15% για το μέρος που θα υπερβαίνει τις 100.000 Ευρώ.
Έχοντας υπόψη μας και το σχετικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ έχουμε να παρατηρήσουμε πως στο συγκεκριμένο ζήτημα υπάρχει σχεδόν απόλυτη ταύτιση. Το δεύτερο συμπέρασμα έχει σχέση με την πρόθεση έκτακτης φορολόγησης των επιχειρήσεων που έχουν επιτύχει μεγάλη κερδοφορία, τα περίφημα «υπερκέρδη» κατά μία ευρέως χρησιμοποιούμενη αλλά χωρίς ιδιαίτερο νόημα έκφραση.
Είναι σαφές, αναφέρεται άλλωστε και στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ, πως η πρόθεσή του είναι η επιβολή υψηλής έκτακτης φορολογίας στα κέρδη των επιχειρήσεων που έχουν πετύχει πολύ αυξημένη κερδοφορία το 2022, με συγκεκριμένη αναφορά στις τράπεζες και τις επιχειρήσεις του τομέα της ενέργειας. Αυτό που δεν γνωρίζαμε, και μάθαμε από την απάντηση του κ. Δουδωνή σε ερώτηση που του απηύθυνε ο κ. Σκυλακάκης εκπροσωπώντας την Νέα Δημοκρατία, είναι πως το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ θεωρεί λογική την «μονιμοποίηση» της έκτακτης φορολόγησης αν τα κέρδη αυτών των επιχειρήσεων εξακολουθούν να είναι ψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο κ. Βασιλειάδης, εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ στη σχετική συζήτηση, συμφώνησε απόλυτα με την θέση του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ για την επιβολή έκτακτης φορολόγησης αλλά δεν σχολίασε την απάντησή του σχετικά με την «μονιμοποίησή» της. Εδώ είναι χρήσιμο να θυμηθούμε πως το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ προβλέπει φορολόγηση αυτών των «υπερκερδών» κατά 90%. Κάτι που δεν αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της παραπάνω συζήτησης αλλά περιλαμβάνεται στα προγράμματα των δύο κομμάτων είναι η πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ για θέσπιση ανώτατου συντελεστή κέρδους ύψους 5% στις εταιρείες του ενεργειακού τομέα και του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ για θέσπιση ανώτατης τιμής πώλησης στη λιανική τιμή της ενέργειας.
Πρέπει να παρατηρήσουμε πως όλες αυτές οι προτάσεις των προεκλογικών προγραμμάτων είναι αρκετά αρνητικές για έναν πολύ μεγάλο αριθμό ελληνικών επιχειρήσεων και όχι μόνον αυτών που οι μετοχές τους είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Μέτοχοι πάρα πολλών ιδιωτικών επιχειρήσεων θα δουν σημαντική αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στα μερίσματα που τους μοιράζει η επιχείρησή τους, μερίσματα που πολύ συχνά αποτελούν το μοναδικό τους ετήσιο έσοδο.
Όσον αφορά στις εισηγμένες επιχειρήσεις, είναι γνωστό πως η αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων μειώνει την ελκυστικότητά τους για τους επενδυτές και κατά συνέπεια κάτι που πολύ συχνά έχει ως αποτέλεσμα και την πτώση των τιμών των μετοχών τους. Η επακόλουθη μείωση της αξίας των χαρτοφυλακίων δεν πλήττει μόνο τους επιχειρηματίες αλλά και τους Έλληνες ιδιώτες επενδυτές, τους μεριδιούχους των αμοιβαίων κεφαλαίων και τους συνταξιούχους που επενδύουν στις εισηγμένες εταιρείες μέσω των αμοιβαίων κεφαλαίων των συνταξιοδοτικών ταμείων. Το ζήτημα της έκτακτης φορολόγησης δεν αφορά μόνο σε εισηγμένες εταιρείες αλλά κυρίως σε αυτές.
Την προηγούμενη εβδομάδα που ασχοληθήκαμε με αυτό το ζήτημα, είχαμε επισημάνει το πόσο απεχθάνονται τέτοια μέτρα οι επενδυτές, ειδικά όταν αφορούν σε επιχειρήσεις που προέρχονται από πολύχρονη ταλαιπωρία όπως οι τράπεζες και άλλες που πολύ πρόσφατα είχαν υποστεί σημαντικά πλήγματα, όπως οι εταιρείες διυλιστηρίων κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Εύλογη είναι και η έντονα αρνητική στάση των επενδυτών απέναντι στις εξαγγελίες για επιβολή ανώτατου περιθωρίου κέρδους στις εταιρείες του κλάδου της ενέργειας ή στην επιβολή ανώτατης τιμής πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας.
Πέρα από το προφανές, δηλαδή τη μείωση της περιουσίας των μετόχων που προκαλεί μία έκτακτη φορολόγηση, είναι σαφές πως αποτελεί και ξεκάθαρο αντικίνητρο για τη διενέργεια των απαραίτητων επενδύσεων στις εταιρείες του κλάδου ενέργειας και πιθανώς αντικίνητρο στις τράπεζες που προκειμένου να «τιμωρηθούν» για τις οικονομικές τους επιδόσεις ίσως σκεφθούν να περιορίσουν τον δανεισμό προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις.
Αυτό όμως που ακούσαμε χθες, δηλαδή η παραδοχή εκπροσώπου του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ πως με μεγάλη προθυμία θα προσέδιδε μόνιμο χαρακτήρα στην έκτακτη φορολόγηση των επιχειρήσεων που κατά τη γνώμη τους έχουν υπερβολικά κέρδη, περνά τα πράγματα σε άλλο επίπεδο. Πέρα από το γεγονός πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε εύκολα να προσβληθεί ως προς τη συνταγματικότητά του, είναι βέβαιο πως προκαλεί ανατριχίλα σε οποιονδήποτε επιχειρηματία και οποιονδήποτε επενδυτή, μικρό ή μεγάλο. Δεν είμαστε σίγουροι αν ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ που προέβη σε αυτή τη δήλωση έχει καταλάβει ακριβώς πόσο σοβαρή είναι, ίσως όταν το καταλάβει να προσπαθήσει να την ανασκευάσει.
Είμαστε πάντως βέβαιοι πως δεν θα κάνει καθόλου καλή εντύπωση στους εκπροσώπους των οίκων αξιολόγησης του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς να θέλουμε να υπερβάλλουμε, τέτοιου τύπου εξαγγελίες δεν θυμίζουν χώρα που προσπαθεί να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα αλλά χώρα που δεν θέλει με τίποτα να την ξαναδεί.