Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Με ή χωρίς τις επιπτώσεις του κορονοϊού, η Ευρωζώνη πασχίζει να ανακάμψει από τη διπλή ύφεση της περασμένης δεκαετίας αλλά εμφανίζει σημάδια θανάσιμης κόπωσης. Όπου και να κοιτάξει κανείς βλέπει μία κατάσταση προβληματική και συνολικά η οικονομία της Ευρωζώνης δείχνει άρρωστη παρά τις όποιες εκλάμψεις σε Ισπανία, Ιρλανδία και… Ελλάδα. Η Γερμανία συνεχίζει να φλερτάρει με την ύφεση, η Γαλλία επιβραδύνει και η Ιταλία αδυνατεί να σηκώσει κεφάλι.
Η ανάπτυξη επιβράδυνε στο δ’ τρίμηνο στο 0,1% σε τριμηνία βάση με τον ετήσιο ρυθμό να περιορίζεται στο 1%, από 1,2% και τίποτα δεν υποδεικνύει ισχυρή ανάκαμψη. Στο σύνολο του 2019 ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 1,2% που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2013. Αν το φίνις του 2019 ήταν τόσο κακό για την οικονομία της Ευρωζώνης παρά τις όποιες ενδείξεις αποφυγής της ύφεσης, τότε το 2020 κινδυνεύει να αποδειχθεί πολύ χειρότερο αν συνυπολογιστεί ο αντίκτυπος της εξάπλωσης του κορονοϊού που θεωρείται πλέον σίγουρο ότι θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα, περισσότερο στην Ασία και λιγότερο στον υπόλοιπο κόσμο, πλήττοντας τις επενδυτικές αποφάσεις.
Τα οικονομικά στοιχεία του Ιανουαρίου δείχνουν μικρή βελτίωση τόσο στην οικονομική δραστηριότητα όσο και στην εμπιστοσύνη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για αναπτυξιακή έκρηξη το 2020, πόσω μάλλον μετά την έξαρση του κορονοϊού. Οι εξαγωγές προς την Κίνα είναι σχετικά χαμηλές ως ποσοστό επί του συνόλου, όμως ο οικονομικός αντίκτυπος θα μπορούσε να διογκωθεί μέσω των αλυσίδων εφοδιασμού στη βιομηχανία. Οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ήδη προειδοποιήσει για πιθανές ελλείψεις ανταλλακτικών που κατασκευάζονται στην Κίνα όμως και πάλι οι μεγαλύτερες οικονομίες δεν αναμένεται να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα, τουλάχιστον με βάση τα σημερινά δεδομένα.
Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωζώνη καλείται να ξεπεράσει τις δικές της οικονομικές ανισορροπίες. Η ιταλική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση, σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση από το 2013 και αποδεικνύοντας ότι η ανάκαμψή της είναι μία πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση που ούτε η κυβέρνηση του Κινήματος Πέντε Αστέρων και του Δημοκρατικού Κόμματος μπορεί να εγγυηθεί.
Η ραγδαία εξάπλωση του νέου κορονοϊού φέρνει μία νέα πηγή αβεβαιότητας, σύμφωνα με την Κριστίν Λαγκάρντ, ενώ σύμφωνα με την Oxford Economics, απειλεί να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της βιομηχανικής δραστηριότητας που αντικατοπτρίζεται στους δείκτες τιμών παραγωγού. Οι περισσότεροι δείκτες, από τον σύνθετο PMI μέχρι τον δείκτη οικονομικού κλίματος, είναι απογοητευτικοί. Ο σύνθετος PMI του Ιανουαρίου αντιστοιχεί σε τριμηνιαία ανάπτυξη της τάξης του 0,1%, ενώ ο δείκτης οικονομικού κλίματος παραπέμπει σε χαμένο momentum.
Στη βιομηχανία η εικόνα είναι παρόμοια. Η παραγωγή υποχώρησε 1,5% σε ετήσια βάση το Νοέμβριο και ο μεταποιητικός PMI δείχνει ότι αυτή η τάση συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό και πάλι χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις του κορονοϊού.
Μία από τα ίδια και σε ό,τι αφορά την κατανάλωση. Η μειωμένη κατανάλωση εκτιμάται πως ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για το μειωμένο ΑΕΠ στο δ’ τρίμηνο και οι πρόδρομοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας προμηνύουν συνέχιση της τάσης. Οι λιανικές πωλήσεις σημείωσαν βουτιά τον Δεκέμβριο αντισταθμίζοντας την άνοδο του Νοεμβρίου με αποτέλεσμα η κατανάλωση να βρίσκεται σε πλήρη στασιμότητα. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρέθηκε σε χαμηλό 34 μηνών τον Ιανουάριο και όπως εκτιμά η Capital Economics το σκηνικό δεν πρόκειται να αλλάξει τα επόμενα τρίμηνα.
Θα πρέπει, τέλος, να έχουμε κατά νου ότι οι έρευνες για την κατάρτιση των δεικτών Ιανουαρίου έγιναν πριν την έξαρση του νέου κορονοϊού, που σημαίνει ότι ο βαθμός επιδείνωσης του κλίματος θα φανεί στα στοιχεία του Φεβρουαρίου.