Στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση και την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους αναφέρεται σε άρθρο του στο blog του ΔΝΤ imfdirect ο Poul Thomsen του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει διάφορα ζητήματα σχετικά με τις απόψεις και το ρόλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη διαδικασία.
Διευκρινίζει πως η σχέση μεταρρυθμίσεων και ελάφρυνσης του χρέους είναι άμεση, αλλά τονίζει πως η Ελλάδα δεν μπορεί πλέον να προστατεύσει τους συνταξιούχους και χρειάζονται σημαντικές εξοικονομήσεις από τις συντάξεις.
Συγκεκριμένα αναφέρει πως για την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος του 3,5% του ΑΕΠ η Ελλάδα χρειάζεται να λάβει μέτρα 4-5% του ΑΕΠ.
"Δεν μπορεί η Ελλάδα να προστατεύσει τους συνταξιούχους με περικοπές κάπου αλλού ή με αύξηση των φορολογικών συντελεστών; Υπάρχει κάποιο περιθώριο για τέτοια μέτρα, αλλά πολύ περιορισμένο. Οι περισσότερες δαπάνες έχουν ήδη κοπεί μέχρι το κόκαλο, σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν τις συντάξεις και κοινωνικές παροχές, ενώ η αποτυχία διεύρυνσης της βάσης και βελτίωσης της συμμόρφωσης έχει ήδη προκαλέσει υπερβολική εξάρτηση από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Για να φτάσει στο φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του 3½% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα πρέπει να λάβουν μέτρα της τάξης των 4-5% του ΑΕΠ. Δεν μπορούμε να δούμε πώς η Ελλάδα μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς σημαντικές εξοικονομήσεις από τις συντάξεις", αναφέρει.
Αναλυτικά, αναφέρει:
Έχοντας τραβήξει με επιτυχία την Ελλάδα από το χείλος του γκρεμού το περασμένο καλοκαίρι και σταθεροποιώντας στη συνέχεια την οικονομία, η κυβέρνηση του Α. Τσίπρα συζητά με τους Ευρωπαίους εταίρους της και το ΔΝΤ ένα ολοκληρωμένο πολυετές πρόγραμμα που μπορεί να εξασφαλίσει μια διαρκή ανάκαμψη και να κάνει το χρέος βιώσιμο. Ενώ οι συζητήσεις συνεχίζονται, υπήρξαν κάποιες παρανοήσεις σχετικά με τις απόψεις και το ρόλο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη διαδικασία. Σκέφτηκα ότι θα ήταν χρήσιμο να διευκρινιστούν ζητήματα.
Υποστηρίζεται ότι το ΔΝΤ έχει καταστήσει τη συμμετοχή του εξαρτώμενη από κοινωνικά δρακόντειες μεταρρυθμίσεις, κυρίως αυτή του ασφαλιστικού συστήματος. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο συνδυασμός των μεταρρυθμίσεων με την ελάφρυνση του χρέους πρέπει να εξασφαλίζει τόσο σε εμάς (το ΔΝΤ) όσο και στη διεθνή κοινότητα ικανές διαβεβαιώσεις ότι μέχρι το τέλος του επόμενου προγράμματος, μετά από σχεδόν μια δεκαετία εξάρτησης από την βοήθεια των ευρωπαίων και του ΔΝΤ, η Ελλάδα τελικά θα είναι σε θέση να σταθεί στα πόδια της. Αυτό συνεπάγεται μια αντίστροφη ανταλλαγή μεταξύ της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων και της ελάφρυνση του χρέους -σίγουρα μπορούμε να υποστηρίξουμε ένα πρόγραμμα με λιγότερο φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις, αλλά αυτό αναπόφευκτα θα περιλαμβάνει μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους.
Το μέγεθος των μεταρρυθμίσεων του ασφαλιστικού δεν θα κάνει το χρέος στην Ελλάδα βιώσιμο χωρίς ελάφρυνση του χρέους, και αντίστοιχα το ποσό της ελάφρυνσης δεν θα κάνει το συνταξιοδοτικό βιώσιμο χωρίς μεταρρυθμίσεις. Αυτά τα δύο πρέπει να γίνουν μαζί. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τόσο η Ελλάδα όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι της θα αντιμετωπίσουν πολιτικά δύσκολες αποφάσεις τους επόμενους μήνες προκειμένου να καταλήξουν σε ένα πρόγραμμα που είναι βιώσιμο.
Τέτοιες δύσκολες αποφάσεις δεν μπορούν να ληφθούν μέσω μη ρεαλιστικών παραδοχών. Ενώ υπάρχουν πολλά περιθώρια για την αύξηση της παραγωγικότητας μέσω μεταρρυθμίσεων, τα τελευταία έξι χρόνια έχουν δείξει ότι η έκταση και ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων που είναι αποδεκτά από την ελληνική κοινωνία δεν είναι ανάλογα με την πρόωρη βελτίωση της παραγωγικότητας και διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Έτσι, υποθέτοντας ότι η Ελλάδα μπορεί απλά να εξέλθει του προβλήματος του χρέους της χωρίς ελάφρυνση, δεν είναι αξιόπιστη. Ομοίως, η πολύ περιορισμένη επιτυχία στην καταπολέμηση της διαβόητης φοροδιαφυγής στην Ελλάδα, να κάνει τους πλούσιους να πληρώσουν ότι τους αναλογεί- σημαίνει ότι οι μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού δεν μπορούν να αποφευχθούν με την εφαρμογή υψηλότερων φόρων στο μέλλον.
Γιατί λοιπόν η επικέντρωση στις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις; Παρά τις μεταρρυθμίσεις του 2010 και 2012, το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά γενναιόδωρο. Για παράδειγμα, η σύνταξη σε ονομαστικούς όρους ευρώ στην Ελλάδα είναι σε γενικές γραμμές αντίστοιχη της Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι η Γερμανία, με βάση το μέσο μισθό είναι δύο φορές πιο πλούσια από την Ελλάδα. Επιπρόσθετα, οι Έλληνες εξακολουθούν να συνταξιοδοτούνται πολύ νωρίτερα από ό, τι οι Γερμανοί ενώ η Γερμανία είναι και πολύ πιο αποτελεσματική στην είσπραξη εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο ελληνικός προϋπολογισμός πρέπει να μεταφέρει περίπου το 10% του ΑΕΠ για να καλύψει την τρύπα στο συνταξιοδοτικό σύστημα, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του περίπου 2½ τοις εκατό. Σαφώς, αυτό δεν είναι βιώσιμο.
Αλλά δεν μπορεί η Ελλάδα να προστατεύσει τους συνταξιούχους με περικοπές κάπου αλλού ή με αύξηση των φορολογικών συντελεστών; Υπάρχει κάποιο περιθώριο για τέτοια μέτρα, αλλά πολύ περιορισμένο. Οι περισσότερες δαπάνες έχουν ήδη κοπεί μέχρι το κόκαλο, σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν τις συντάξεις και κοινωνικές παροχές, ενώ η αποτυχία διεύρυνσης της βάσης και βελτίωσης της συμμόρφωσης έχει ήδη προκαλέσει υπερβολική εξάρτηση από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Για να φτάσει στο φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του 3½% του ΑΕΠ, η Ελλάδα θα πρέπει να λάβουν μέτρα της τάξης των 4-5% του ΑΕΠ. Δεν μπορούμε να δούμε πώς η Ελλάδα μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς σημαντικές εξοικονομήσεις από τις συντάξεις.
Οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, φυσικά, θα είναι κοινωνικά προκλητικές για τον ελληνικό λαό, ο οποίος έχει αντιμετωπίσει εξαιρετική σκληρότητα τα τελευταία χρόνια. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνικές πιέσεις έχουν ήδη προκαλέσει ανατροπές, τόσο στην προηγούμενη όσο και στη σημερινή κυβέρνηση, και η Ελλάδα είναι δυστυχώς πιο μακριά από τους μεσοπρόθεσμους στόχους της από ό, τι ήταν στα μέσα του 2014, προτού μια σημαντική δημοσιονομική χαλάρωση διαγράψει ό, τι αποδείχθηκε να είναι μόνο προσωρινό πρωτογενές πλεόνασμα. Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση είναι σωστό να επισημαίνει ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα έχουν μια ευρύτερη κοινωνική λειτουργία. Αλλά η χρήση των συντάξεων με αυτόν τον τρόπο δεν είναι μια μόνιμη λύση. Αυτό που είναι απαραίτητο, και αυτό που το ΔΝΤ έχει ταχθεί υπέρ, είναι ένα σύγχρονο κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας που θα είναι βιώσιμο μεσοπρόθεσμα.
Θα μπορούσε ένας στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα πολύ χαμηλότερος από το 3½% του ΑΕΠ να κάνει την απαραίτητη ασφαλιστική μεταρρύθμιση λιγότερο απαιτητική; Ίσως, αλλά αυτό θα απαιτούσε μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους. Και αυτό εύλογα αποτελεί ένα επίμαχο θέμα ανάμεσα στους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας, εν μέρει γιατί αρκετοί από αυτούς είναι αναγκασμένοι να έχουν παρόμοια υψηλά πλεονάσματα για να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους τους, και κατά ένα άλλο μέρος γιατί ορισμένες από τις χώρες που στην πραγματικότητα θα κληθούν να πληρώσουν την ελάφρυνση του Ελληνικού χρέους είναι πιο φτωχές από την Ελλάδα και πληρώνουν λιγότερο γενναιόδωρες συντάξεις στους δικούς τους λαούς. Με την Ευρωζώνη να βρίσκεται ακόμη μακριά από την επίτευξη μιας πολιτικής ένωσης, ένας συμβιβασμός θα πρέπει να αντανακλά αυτούς τους πολιτικούς περιορισμούς. Το ΔΝΤ είναι διατεθειμένο να εργαστεί για το συνδυασμό μεταρρυθμίσεων και ελάφρυνσης του χρέους που μπορεί να συμφωνηθεί. Όμως, και πάλι τα νούμερα πρέπει να βγαίνουν.
Το ΔΝΤ δεν θέλει η Ελλάδα να εφαρμόσει μια δρακόντεια δημοσιονομική προσαρμογή σε μια οικονομία που ήδη βρίσκεται σε σοβαρή ύφεση. Στην πράξη έχουμε επανειλημμένα υποστηρίξει μια πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής που είναι πιο υποστηρικτική σε μια ανάκαμψη βραχυπρόθεσμα και πιο ρεαλιστική σε μεσοπρόθεσμα. Ακόμη δεν έχουμε δει ένα αξιόπιστο σχέδιο για τον τρόπο που η Ελλάδα θα πετύχει τον πολύ φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο στόχο του πλεονάσματος, που είναι το κλειδί στα σχέδια της κυβέρνησης για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτή η έμφαση στην αξιοπιστία έχει κρίσιμη για τη δημιουργία εμπιστοσύνης στους επενδυτές, που είναι ζωτική για την αναζωογόνηση της Ελλάδας. Ένα σχέδιο που είναι βασισμένο σε υπερβολικά αισιόδοξες παραδοχές σύντομα θα προκαλέσει την επανεμφάνιση φόβων για την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και θα καταπνίξει το επενδυτικό κλίμα.
Ο απώτερος στόχος της συνεργασίας του ΔΝΤ με την Ελλάδα είναι να βοηθήσει τη χώρα να ξαναμπεί στο δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης, που θα ωφελήσει τον ελληνικό λαό. Το ΔΝΤ θα στηρίξει τις ελληνικές αρχές και τους Ευρωπαίους εταίρους τους στην ανάπτυξη ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ελάφρυνσης του χρέους του οποίου τα νούμερα θα βγαίνουν. Υπάρχουν δύσκολες επιλογές που πρέπει να γίνουν, αλλά είναι σημαντικό να γίνουν για να μην πάνε χαμένες οι προσπάθειες που έκανε η Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια.